Μιστριώτου 4 και Μιστριώτου 8, Κ. Πατήσια
210 2282544 & 210 2282644
info@arsi.gr
Διαταραχές άγχους
Η αντίδραση στο άγχος είναι μία φυσιολογική ζωτική αντίδραση του ανθρώπου στην απειλή. Πρόκειται δηλαδή για έναν προστατευτικό μηχανισμό του ανθρώπινου οργανισμού απέναντι στους κινδύνους. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ερέθισμα που αντιλαμβανόμαστε ως κίνδυνο, το σώμα μας παράγει αδρεναλίνη, μία ορμόνη που μας προετοιμάζει να ανταποκριθούμε σε επικίνδυνες καταστάσεις. Τότε εμφανίζεται μία σειρά σωματικών φυσιολογικών συμπτωμάτων: η αναπνοή μας αυξάνεται για να παράγει περισσότερο οξυγόνο, η καρδιά μας χτυπά γρηγορότερα για να στείλει αίμα, πλούσιο σε οξυγόνο, σε σημαντικούς μύες, οι ιδρωτοποιοί αδένες ενεργοποιούνται για να δροσίσουν το σώμα κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας και το αίμα διοχετεύεται σε μυς όπου είναι πιο απαραίτητο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε δυσφορία ή χλόμιασμα.
Οι κλασικές αντιδράσεις είναι η «πάλη» (αντιμετώπιση του φόβου) ή η «φυγή» (απόδραση ή αποφυγή του φόβου). Το «πάγωμα» (σωματική ή διανοητική ακινησία) είναι μία ακόμα πιθανή αντίδραση. Η αντίδρασή μας πραγματοποιείται σε συναισθηματικό, γνωσιακό, φυσιολογικό και συμπεριφορικό επίπεδο. Ουσιαστικά, το άγχος προετοιμάζει το μυαλό και το σώμα για την αντιμετώπιση του κινδύνου: το μυαλό εστιάζεται σε άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν και το σώμα προετοιμάζεται για δράση. Επομένως, η αντίδραση του άγχους αποτελεί μία φυσιολογική και κατά μεγάλο μέρος μη συνειδητή διαδικασία που συμβαίνει τακτικά σε όλους μας.
Το άγχος αποτελεί πρόβλημα μόνο όταν η φυσιολογική αντίδραση γίνεται υπερβολική ή εμφανίζεται κατά την απουσία ενός πραγματικού κινδύνου. Όταν οι φόβοι είναι μεγεθυμένοι και οι κίνδυνοι υπερεκτιμημένοι με τρόπο όπου τα άτομα αισθάνονται ότι εξαναγκάζονται να λάβουν μέτρα για να ανακουφίσουν το φόβο τους, αναπτύσσονται διαταραχές άγχους. Τυπικά, η αντιμετώπιση του άγχους είναι μία γραμμική διαδικασία. Ένα εκλυτικό γεγονός εκλαμβάνεται ως απειλή, ενεργοποιείται ο μηχανισμός του άγχους και, μέσω μίας «επιτυχημένης» αντίδρασης αντιμετώπισης, επέρχεται η λύση του άγχους. Ωστόσο, οι αγχώδεις διαταραχές αναπαριστώνται από μία κυκλική διαδικασία κατά την οποία οι γνωσιακές και συμπεριφορικές αντιδράσεις εξυπηρετούν τη διατήρηση και επιδείνωση του άγχους. Ο τελικός κύκλος φόβου είναι πιθανότατα «ο φόβος του φόβου», όπου η ίδια η εμπειρία του άγχους γίνεται αποστροφική και επομένως αποφεύγεται μέχρις ότου ο αρχικός εκλυτικός παράγοντας του άγχους να απομακρυνθεί.
Η κοινωνική φοβία είναι μια χρόνια διαταραχή με μέσο όρο έναρξης τα 8 έτη. Ορίζεται ως «ο έντονος και επίμονος φόβος ταπείνωσης ή αμηχανίας σε κοινωνικές καταστάσεις ή καταστάσεις που ο έφηβος πρέπει να επιτελέσει κάτι μπροστά σε κόσμο». Η κύρια ανησυχία είναι ο φόβος της αρνητικής έκθεσης («θα γίνω ρεζίλι», «όλοι θα σκεφτούν ότι είμαι χαζός»).
Το κλασσικό μοτίβο αντίδρασης περιλαμβάνει συμπεριφορές που έχουν τη μορφή απόδρασης (όπως φυγή από κάποιο πάρτι) ή αποφυγής (όπως σχολική άρνηση, απροθυμία για συμμετοχή σε ομαδικές δραστηριότητες). Τα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, ένταση των μυών, τρόμο, εφίδρωση. Οι έφηβοι με κοινωνική φοβία έχουν φτωχές σχέσεις με τους συνομήλικους, χαμηλές επιδόσεις, φτωχή λειτουργικότητα στο σχολείο, ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες και πολλοί παρουσιάζουν κατάθλιψη, συχνά λόγω της απόρριψης και των ελλιπών διαπροσωπικών σχέσεων.
Στα πλαίσια της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής θεραπείας, ο έφηβος μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις που συνδέονται με κοινωνικές περιστάσεις. Παράλληλα, είναι σημαντική η εφαρμογή τεχνικών έκθεσης σε εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες τις οποίες οι έφηβοι τείνουν να αποφεύγουν. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η επίλυση προβλημάτων, οι τεχνικές χαλάρωσης για την ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά βοηθούν το παιδί να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του και να μειώνει το άγχος στην καθημερινότητά του.
Η γενικευμένη διαταραχή άγχους έχει μέση ηλικία έναρξης γύρω στα 8 με 10 έτη και εκδηλώνεται με μια ανεξέλεγκτη ανησυχία για πληθώρα συνθηκών, γεγονότων και δραστηριοτήτων, όπως είναι η σχολική επίδοση, τα οικογενειακά και κοινωνικά θέματα και οι σχέσεις με τους συνομηλίκους. Αυτή η ανησυχία συνοδεύεται από δυσκολίες στον ύπνο και στη συγκέντρωση, καθώς και από έντονα σωματικά συμπτώματα (συνηθέστερα είναι η ένταση των μυών, η ταχυκαρδία, οι κεφαλαλγίες και το στομαχικό άλγος). Ευρήματα από εμπειρικές μελέτες καταλήγουν ότι τα μέγιστα αποτελέσματα στη θεραπεία της γενικευμένης διαταραχής άγχους επιφέρει ο συνδυασμός γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας με φαρμακευτική αγωγή, όπου κρίνεται απαραίτητο.
Στα πλαίσια της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής θεραπείας, ο έφηβος μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις γύρω από διαπροσωπικούς και φυσικούς κινδύνους. Ταυτόχρονα, οι τεχνικές χαλάρωσης για την ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά και την εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθούν τον έφηβο να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να αποκτά μία αίσθηση ελέγχου στα αγχογόνα ερεθίσματα και να αυξήσει την αυτοαποτελεσματικότητά του και την αυτοπεποίηθησή του.
Η διαταραχή πανικού εμφανίζεται στη σχολική ηλικία αλλά η κορύφωσή της σημειώνεται αργότερα, συνήθως μετά τα 12 έτη. Για να τεθεί η διάγνωση της διαταραχής πανικού θα πρέπει τα επεισόδια πανικού να είναι απροειδοποίητα, επαναλαμβανόμενα και να μην σχετίζονται με κάποιο απειλητικό ερέθισμα. Χαρακτηριστικό είναι ο ξαφνικός φόβος, η δυσφορία για κάτι απρόοπτο και εκφράζεται με σωματικά συμπτώματα όπως η εφίδρωση, η ταχυκαρδία, η ναυτία, η αστάθεια, το ρίγος και η ασφυξία, τουλάχιστον τέσσερα από τα οποία θα πρέπει να εκδηλώνονται ταυτόχρονα και σταδιακά να κορυφώνονται σε ένταση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (περίπου 10 λεπτά).
Η θεραπεία της διαταραχής πανικού χρειάζεται να αντιμετωπίζεται πρώτιστα με γνωσιακές κυρίως τεχνικές που αφορούν στη γνωσιακή αναδόμηση αναφορικά με σκέψεις γύρω από τον θάνατο, την ασθένεια και τον φόβο της επαναβίωσης μιας κρίσης πανικού. Παράλληλα, ο έφηβος εκπαιδεύεται στην επίλυση προβλήματος και στη διεκδικητική συμπεριφορά με στόχο να μειώνει τις αγχογόνες καταστάσεις στην καθημερινότητά του και να επικοινωνεί πιο αποτελεσματικά τις ανάγκες και στις επιθυμίες του.
Η ειδική φοβία είναι ένας έντονος και επίμονος φόβος που είναι αδικαιολόγητος και υπερβολικός και που προκαλείται από την παρουσία ή την αναμονή εμφάνισης ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Ένα παιδί με φοβία δεν υποφέρει μόνο από καθεαυτή τη φοβία, αλλά και από τους περιορισμούς που επιβάλει η διαταραχή στην αναπτυξιακή του πορεία. Κατ επέκταση, η διαδικασία της αποφυγής του φόβου επιδρά σημαντικά στην ποιότητα ζωής του εφήβου.
Η γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία θεωρείται θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση της ειδικής φοβίας. Η τεχνική της έκθεσης στο φοβικό ερέθισμα σε συνδυασμό με την αναδόμηση των δυσλειτουργικών σκέψεων που υπάρχουν σχετικά με το εκάστοτε αντικείμενο ή την κατάσταση που προκαλεί τον έντονο φόβο, είναι απαραίτητα συστατικά της θεραπείας. Συνήθως, επιλέγεται η μέθοδος της "συστηματικής απευαισθητοποίησης", κατά την οποία το άτομο έρχεται σταδιακά σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, με στόχο την αποσυσχέτισή του από τον φόβο που αυτό προκαλεί. Ο έφηβος ορίζει μια λίστα με καταστάσεις που τον φοβίζουν, βάσει αύξουσας σειράς. Έπειτα, σε συνεργασία με τον θεραπευτή του καλείται να αντιμετωπίσει μία - μία από αυτές, ξεκινώντας με εκείνη που του προκαλεί τα ηπιότερα συμπτώματα. Πιο συγκεκριμένα, προσπαθεί να κατανοήσει τι είναι αυτό που φοβάται, πώς αντιδρά το σώμα του, τι νιώθει και πώς συμπεριφέρεται προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται τεχνικές όπως η μίμηση προτύπου, η νοερή απεικόνιση και η κοινωνική ενίσχυση αλλά και τεχνικές χαλάρωσης προκειμένου ο έφηβος να μάθει να μειώνει την δυσφορία που του προκαλούν τα σωματικά συμπτώματα.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαταραχές άγχους, κλικ εδώ.
Διαταραχές πρόσληψης τροφής
Η εφηβεία αποτελεί μια αναπτυξιακή φάση η οποία χαρακτηρίζεται από τις βιοσωματικές αλλαγές της ήβης. Σε αυτή τη φάση της αναζήτησης ταυτότητας, της συναισθηματικής αυτονόμησης και της προσαρμογής στις αλλαγές του σώματος, μπορεί να διαμορφωθεί μια κακή σχέση των εφήβων με το σώμα τους και να αναπτυχθούν διαταραγμένες διατροφικές συμπεριφορές με πιθανό αποτέλεσμα την ανάπτυξη διαταραχών πρόσληψης τροφής είτε στην εφηβεία είτε αργότερα στην ενήλικη ζωή.
Οι διαταραχές πρόσληψης τροφής είναι η ψυχογενής ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία και η διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας. Ωστόσο, από τις τρεις διαταραχές, στην εφηβική ηλικία εμφανίζονται κυρίως η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία, και σπανιότερα η διαταραχή της επεισοδιακής υπερφαγίας. Κατά κύριο λόγο, οι διαταραχές αυτές εκδηλώνονται στα κορίτσια αλλά, τα τελευταία χρόνια, υπάρχει αυξανόμενος αριθμός περιστατικών και στα αγόρια.
Κοινά χαρακτηριστικά των δύο πρώτων διαταραχών είναι η έντονη ενασχόληση των εφήβων με το βάρος και το σχήμα του σώματος, η διαταραγμένη σχέση με το φαγητό και ο φόβος ότι θα παχύνουν. Στην ψυχογενή ανορεξία οι έφηβοι έχουν διαταραγμένη εικόνα του σωματικού εαυτού και θεωρούν ότι είναι χοντροί, ακόμα και όταν είναι πολύ αδύνατοι, κάνουν εξαντλητικές δίαιτες ή απέχουν από τη λήψη τροφής, με αποτέλεσμα να χάνουν πολύ βάρος και να οδηγούνται στην απίσχναση. Στη βουλιμία, οι έφηβοι προβαίνουν σε υπερφαγικά επεισόδια, τα οποία τους δημιουργούν έντονο άγχος ότι θα παχύνουν, και έτσι προσπαθούν να τα εξισορροπήσει με καθαρτικές συμπεριφορές, όπως πρόκληση εμετού, χρήση καθαρτικών ή και διουρητικών σκευασμάτων.
Υπολογίζεται ότι κατ’ έτος περίπου 8,3 από 100.000 άτομα στον γενικό πληθυσμό θα νοσήσουν για πρώτη φορά από ψυχογενή ανορεξία και 300 από ψυχογενή βουλιμία, ενώ στο 40% των περιπτώσεων το πρόβλημα θα εμφανισθεί στην ηλικία μεταξύ 15 και 19 ετών. Σχεδόν το 20% των εφήβων κοριτσιών έχει τουλάχιστον ένα πρόβλημα σχετικό με την πρόσληψη τροφής. Οι κλινικές εκδηλώσεις των διαταραχών πρόσληψης τροφής στους εφήβους, όπως οι υπερφαγικές κρίσεις, οι καθαρτικές συμπεριφορές, οι εκτεταμένοι διατροφικοί περιορισμοί, καθώς και η υπερεκτίμηση του βάρους και του σχήματος του σώματος, επιδρούν αρνητικά στην ποιότητα ζωής που συνδέεται με την ψυχική υγεία.
Η γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία (ΓΣΘ) αποτελεί μια ψυχοθεραπευτική παρέμβαση με ιδιαίτερα ικανοποιητικά ευρήματα ως προς την αποτελεσματικότητά της, ιδιαίτερα στη θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας και της διαταραχής της επεισοδιακής υπερφαγίας, η οποία εστιάζεται τόσο στις συμπεριφοριστικές αντιδράσεις όσο και στην αιτιογένεση των διαταραχών αυτών, καθώς και στους μηχανισμούς που τις διατηρούν. Ο γνωσιακός χάρτης των εφήβων με διαταραχές πρόσληψης τροφής εμπεριέχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, δυσαρέσκεια από τη σωματική εικόνα, δυσκολίες στην έκφραση συναισθημάτων, δυσκολίες στην επίλυση προβλημάτων, καθώς και ανάγκη ελέγχου. Οι έφηβοι αυτοί επίσης έχουν πολύ υψηλές προσδοκίες από τον εαυτό τους. Τα τελειοθηρικά σχήματα γύρω από την εμφάνισή τους και τις επιδόσεις τους, σε συνδυασμό με το διεργασιακό λάθος της διχότομης σκέψης με το οποίο επεξεργάζονται κατά κανόνα τις πληροφορίες, τους οδηγούν σε συναισθήματα κατωτερότητας σε σχέση με την εμφάνισή τους και σε χαμηλή αυτοπεποίθηση. Έτσι, με αφορμή διάφορα εκλυτικά ερεθίσματα όπως μια σχολική αποτυχία, προβλήματα στις σχέσεις με τους φίλους και δυσκολίες μέσα στις οικογένειές τους, οι έφηβοι μπορεί να αναπτύξουν κάποια διαταραχή πρόσληψης τροφής.
Παρόλο που η ΓΣΘ σε εφήβους ασθενείς έχει τις ίδιες αρχές και τους ίδιους στόχους που ακολουθούνται σε ενήλικους πληθυσμούς, ωστόσο είναι σημαντικό να ληφθούν υπόψη οι ανάγκες που συνδέονται με το συγκεκριμένο αναπτυξιακό στάδιο και τους βασικούς αναπτυξιακούς στόχους της εφηβείας, που είναι η ανάγκη για αυτονομία και η διαμόρφωση της ταυτότητας του εαυτού μέσα από ραγδαίες αλλαγές της ήβης. Οι θεραπευτικές παρεμβάσεις σε εφήβους εστιάζονται σε συγκεκριμένα πιστεύω, συνήθειες και γνωστικές διαστρεβλώσεις που συντελούν στην ανάπτυξη της διατροφικής διαταραχής. Οι γνωσιακές και συμπεριφοριστικές τεχνικές που χρησιμοποιούνται έχουν στόχο να κάνουν τους εφήβους να συνειδητοποιήσουν τις σκέψεις, τα συναισθήματά και τις συμπεριφορές τους. Μέσα από τη σωκρατικού τύπου υποβολή ερωτήσεων, οι έφηβοι βοηθούνται να αξιολογήσουν τη χρησιμότητα των σκέψεων και των αντιλήψεών τους και να βρουν πιο λογικές εναλλακτικές σκέψεις. Οι συνήθεις γνωσιακές τεχνικές είναι η γνωσιακή ασυμφωνία, η γνωσιακή πρόβα, οι πιο ρεαλιστικές φράσεις προς τον εαυτό, η εύρεση διεργασιακών λαθών και η τροποποίηση των εσφαλμένων αντιλήψεων.
Παράλληλα με τις γνωσιακές τεχνικές που στόχο έχουν την αναδόμηση των δυσλειτουργικών αντιλήψεων σε σχέση με το φαγητό ή και τον εαυτό, πολύ βοηθητική είναι επίσης η εφαρμογή συμπεριφοριστικών τεχνικών, όπως για παράδειγμα η καθυστέρηση αντίδρασης σχετικά με τη λήψη τροφής, η τεχνική της αντικατάστασης της δυσλειτουργικής συμπεριφοράς με μια άλλη, η τεχνική της έκθεσης και η θετική ενίσχυση. Παράλληλα, η εκπαίδευση σε πιο υγιείς διατροφικές συνήθειες είναι απαραίτητη και περιλαμβάνει την υιοθέτηση ενός καθημερινού διαιτολογίου τριών γευμάτων, καθώς και των ενδιάμεσων λήψεων τροφής, όπως επίσης τη μη παράλειψη κανενός γεύματος και ιδιαίτερα του πρωινού με στόχο τον έλεγχο του βάρους του σώματος μέσα από υγιείς και όχι βλαβερές για την υγεία μεθόδους. Εκτός από την υιοθέτηση υγιών διατροφικών συνηθειών, οι παρεμβάσεις στους εφήβους χρειάζεται να επιδιώκουν την ευαισθητοποίησή τους στους περιορισμούς του σωματότυπού τους, ειδικά στα μέρη του σώματός τους που δεν μπορούν αντικειμενικά να αλλάξουν μέσω των διαιτητικών περιορισμών ή των καθαρτικών συμπεριφορών για τον έλεγχο του βάρους / σχήματος. Αυτή η ενημέρωση για τους περιορισμούς του σώματος και τους κινδύνους για την υγεία εξαιτίας των δυσλειτουργικών διατροφικών συμπεριφορών αποτελεί μέρος των προγραμμάτων για την αποδοχή της σωματικής εικόνας.
Τέλος, η ψυχοεκπαίδευση και η εμπλοκή των μελών της οικογένειας είναι απαραίτητη και στοχεύει στη διατήρηση των θεραπευτικών αποτελεσμάτων και στη δημιουργία ενός ασφαλούς οικογενειακού περιβάλλοντος, όπου θα διευκολύνεται η επικοινωνία και η έκφραση των δυσάρεστων συναισθημάτων.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαταραχές πρόσληψης τροφής, κλικ εδώ.
Κατάθλιψη
Η κατάθλιψη είναι μία διαταραχή η οποία, λόγω της φύσης της, δεν γίνεται εύκολα αντιληπτή σε παιδιά και εφήβους κι έτσι μόνο ένας περιορισμένος αριθμός παιδιών και εφήβων με τη διαταραχή αυτή εντάσσεται τελικά σε κάποιο πρόγραμμα θεραπευτικής αντιμετώπισης. Πολύ σημαντική όμως είναι η παροχή συναισθηματικής στήριξης σε παιδιά και έφηβους με κατάθλιψη, από την αρχή της εκδήλωσης των συμπτωμάτων τους. Στην περίπτωση της κατάθλιψης, η θεραπευτική προσπάθεια εστιάζει στη στρατηγική χρήση τεχνικών που στοχεύουν τους γνωστικούς, συμπεριφορικούς και κοινωνικούς παράγοντες που συντηρούν τη συμπτωματολογία.
Η γνωσιακή – συμπεριφορική θεραπεία είναι η μέθοδος που έχει δείξει τα περισσότερα βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα καθώς έχει διαπιστωθεί ότι το 70% των παιδιών και εφήβων με κατάθλιψη ανταποκρίνεται θετικά σε αυτήν. Η φαρμακευτική αγωγή, αν και έχει παρουσιάσει πολύ καλά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της κατάθλιψης σε ενήλικες, έχει εξαιρετικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα στα παιδιά.
Ένα τυπικό πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης που στηρίζεται στη γνωστική-συμπεριφορική θεραπεία ξεκινά με την αξιολόγηση της ψυχικής υγείας και τη διερεύνηση των δυσκολιών του παιδιού, μέσω κλινικών συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων με σημαντικές πηγές πληροφόρησης (γονείς, εκπαιδευτικοί κλπ.) και αξιολογούνται τομείς όπως η αυτοεκτίμηση, οι κοινωνικές δεξιότητες και η πιθανή παρουσία άγχους. Ο θεραπευτικός στόχος μπορεί να είναι πιο γενικός (π.χ. μείωση των αρνητικών συναισθημάτων, ενστάλαξη ελπίδας για το μέλλον) ή πιο συγκεκριμένος (ανάληψη δραστηριοτήτων, κινητοποίηση, πρωτοβουλίες, απουσία αρνητικών σκέψεων κλπ.).
Στα πλαίσια αυτής της ψυχοθεραπευτικής μεθόδου, αφού διαμορφωθεί μία καλή θεραπευτική σχέση, το παιδί/ο έφηβος μαθαίνει αρχικά να κατανοεί τη φύση της κατάθλιψης και τους μηχανισμούς που τη συντηρούν. Στη συνέχεια μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί – μέσω τεχνικών αποκαταστροφοποίησης και σταδιακής αποδόμησης – τις δυσλειτουργικές του αντιλήψεις, να αξιολογεί αντικειμενικά τις προσπάθειες και τα επιτεύγματά του, να θέτει ρεαλιστικούς στόχους και να αυτοενισχύεται. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η επίλυση προβλημάτων, οι τεχνικές χαλάρωσης, η συμπεριφορική ενεργοποίηση μέσω προγραμματισμού δραστηριοτήτων και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά και την εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθούν το παιδί να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να αυτορυθμίζεται, να αποκτήσει μία αίσθηση ελέγχου και να επικοινωνεί με τους άλλους με πιο λειτουργικό τρόπο έτσι ώστε να αυξάνεται η συχνότητα των θετικών κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και να επαναπροσεγγίσει τις σχέσεις του με μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη.
Στα πλαίσια της ψυχοθεραπευτικής προσπάθειας, δίνεται επίσης η δυνατότητα να δουλέψει κανείς με πολλές περιοχές της λειτουργικότητας των παιδιών και των εφήβων, όπως είναι οι κοινωνικές τους σχέσεις, οι σχέσεις στην οικογένεια και οι σχολικές δυσκολίες. Γι’ αυτό ένα πρόγραμμα γνωσιακής – συμπεριφορικής θεραπείας συμπεριλαμβάνει επίσης και τα μέλη της οικογένειας, όπου οι γονείς ενθαρρύνονται να αναγνωρίσουν τη δική τους συμβολή στη βελτίωση ή την επιδείνωση των δυσκολιών του παιδιού/εφήβου, με σκοπό τη βελτίωση των ενδοοικογενειακών σχέσεων και της ποιότητας της επικοινωνίας των γονέων με το παιδί καθώς και τη μείωση των δυσλειτουργικών αλληλεπιδράσεων που ενισχύουν την καταθλιπτική συμπεριφορά του.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την κατάθλιψη, κλικ εδώ.
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
Η θεραπεία συμπεριφοράς στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στηρίζεται στο μοντέλο δύο φάσεων όπου περιλαμβάνει τη σταδιακή έκθεση στο φοβικό ερέθισμα και την παρεμπόδιση αντίδρασης. Το μοντέλο δηλαδή στηρίζεται στην υπόθεση ότι το άγχος μειώνεται μέσω της εξοικείωσης με το φοβικό ερέθισμα (ιδεοληψία) η οποία επιτυγχάνεται με (α) την έκθεση στο φοβικό ερέθισμα και (β) την παρεμπόδιση του καταναγκασμού που βοηθά στη γνωστική και κατά συνέπεια τη συναισθηματική αλλαγή. Ο έφηβος μαθαίνει ότι δεν είναι οι ιδεοληψίες αυτές καθαυτές που προκαλούν το άγχος αλλά η σημασία/ ερμηνεία που τους αποδίδει. Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις γύρω από τα θέματα υπευθυνότητας και εκτίμησης κινδύνου, όπως για παράδειγμα το μερίδιο ευθύνης που αντιλαμβάνεται ότι έχει ο έφηβος για την πραγματοποίηση του περιεχομένου της ιδεοληψίας.
Ιδιαίτερη θέση στη θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής έχει η ψυχοεκπαίδευση ώστε να κατανοήσει ο έφηβος τη φύση της διαταραχής και τους μηχανισμούς που τη συντηρούν. Η ψυχοεκπαίδευση γίνεται με τρόπο κατανοητό και προσαρμοσμένο στο αναπτυξιακό στάδιο του κάθε παιδιού.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται εκπαίδευση και εξάσκηση σε γνωσιακές τεχνικές ενώ στο τρίτο βήμα γίνεται η «χαρτογράφηση» της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, δηλαδή ο εντοπισμός, η καταγραφή και η ιεράρχηση όλων των ιδεοληψιών χρησιμοποιώντας το «θερμόμετρο του φόβου», με βάση το βαθμό του άγχους που προκαλεί στον έφηβο η έκθεσή του σε καθεμία από αυτές, χωρίς να προβεί στην εκτέλεση καταναγκασμών.
Στο επόμενο στάδιο της θεραπείας περιλαμβάνεται η σταδιακή έκθεση του εφήβου στις ιδεοληψίες με παράλληλη παρεμπόδιση εκτέλεσης των καταναγκασμών και στις τελευταίες συνεδρίες γίνεται πάντα η πρόληψη υποτροπής.
Σημαντική είναι η εμπλοκή και των γονέων στη θεραπεία, η οποία σταδιακά αυξάνεται. Αρχικά, ο ρόλος τους είναι να αγνοούν τους καταναγκασμούς και να εστιάζουν σε θετικές πλευρές του εφήβου άσχετες με τη διαταραχή, επιβραβεύοντάς το κάθε φορά που επιτυγχάνει κάποιο στόχο στη θεραπεία. Σταδιακά, εντοπίζονται οι καταναγκασμοί στους οποίους οι γονείς ή άλλα μέλη της οικογένειας συμμετέχουν και σε συμφωνία με τον έφηβο αποφασίζεται σε ποιους από αυτούς τους καταναγκασμούς ο γονέας θα σταματήσει να συμμετέχει σταδιακά και με βάση το βαθμό δυσκολίας που ο έφηβος έχει ορίσει με το θερμόμετρο του φόβου. Ο γονιός δηλαδή παίρνει το ρόλο συν-θεραπευτή.
'Aλλες τεχνικές που έρχονται να συμπληρώσουν τη θεραπεία είναι τα ημερολόγια αυτοπαρατήρησης, οι τεχνικές χαλάρωσης, οι θετικές δηλώσεις στον εαυτό, οι τεχνικές απόσπασης προσοχής, ο εντοπισμός δυσλειτουργικών γνωσιών και παγίδων, η γνωσιακή αναδόμηση, τα συμπεριφορικά πειράματα κ.ά.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, κλικ εδώ.
Διαταραχές ύπνου
ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διαταραχές ύπνου, κλικ εδώ.
Εθισμός στο διαδίκτυο
Tα οφέλη από τη χρήση του διαδικτύου είναι πολλά και σχετίζονται τόσο με την ευκολότερη και απλούστερη διεκπεραίωση των εργασιών, εξοικονομώντας πολύτιμο χρόνο για τον χρήστη, όσο και με τη συμμετοχή των χρηστών σε κοινωνικά δίκτυα τα οποία ικανοποιούν την ανάγκη του ατόμου για επικοινωνία, χωρίς αυτή να παρεμποδίζεται από ανασταλτικούς παράγοντες όπως το κόστος, η απόσταση, η εσωστρέφεια και η συστολή, αλλά και τυχόν προβλήματα στην εξωτερική εμφάνιση. Παράλληλα, το διαδίκτυο έχει ενισχύσει στους εφήβους την αίσθηση του «ανήκειν», δηλαδή την ευκαιρία να απολαμβάνουν τη συμμετοχή τους σε μια κοινότητα, διώχνοντας την κοινωνική τους μοναξιά με παράλληλη ικανοποίηση της ανάγκης τους για αυτονόμηση, αφού δεν ελέγχονται από τους γονείς.
Ωστόσο όσο περισσότερο χρόνο αφιερώνει ένα άτομο στο διαδίκτυο τόσο λιγότερο χρόνο έχει διαθέσιμο στην πραγματική του ζωή. Ουσιαστικά, η παθολογική χρήση του διαδικτύου αναφέρεται στην υπέρμετρη χρήση η οποία σωματικά οδηγεί σε κόπωση, έλλειψη συγκέντρωσης, εκνευρισμό, ημικρανίες, παραμέληση της σωματικής υγιεινής, διατροφικά προβλήματα λόγω παράλειψης γευμάτων και αναστροφή του ύπνου (ύπνος κατά τη διάρκεια της ημέρας και χρήση του διαδικτύου αποκλειστικά το βράδυ). Επίσης παρατηρείται κοινωνική απόσυρση, αδιαφορία για τις υποχρεώσεις, αναβλητικότητα, απάθεια, έντονη ανησυχία και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τέλος, υπάρχει μια εξιδανίκευση του μέσου, το άτομο θεωρεί το διαδίκτυο ως το σημαντικότερο μέρος της καθημερινότητάς του και εκφράζεται έντονα (με διέγερση, θυμό ή βία) όταν δεν έχει πρόσβαση ή τίθενται περιορισμοί και απαγορεύσεις αναφορικά με τη χρήση του. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε μελέτη που έγινε στην Ελλάδα για την εξάρτηση των εφήβων στο διαδίκτυο, βρέθηκε ότι η επικράτηση του εθισμού στο διαδίκτυο στους Έλληνες εφήβους εκτιμάται σε ποσοστό που φτάνει έως 8,2%.
Είναι σημαντικό οι γονείς να απευθύνονται στους ειδικούς και να ζητούν βοήθεια για την αντιμετώπιση του εθισμού στο διαδίκτυο. Στο Κέντρο ΑΡΣΗ, ο θεραπευτικός σχεδιασμός γίνεται πάντα κατά περίπτωση ανάλογα με τις ανάγκες και τις δυσκολίες κάθε ατόμου. Αφού διαμορφωθεί μία καλή θεραπευτική σχέση, σε πρώτη φάση γίνεται ψυχοεκπαίδευση τόσο στον έφηβο όσο και στους γονείς αναφορικά με τον εθισμό στο διαδίκτυο. Ο έφηβος μαθαίνει αρχικά να παρατηρεί και να καταγράφει την ώρα χρήσης του διαδικτύου αλλά και τις ρουτίνες που έχει αναπτύξει στην καθημερινότητά του γύρω από αυτό. Επίσης, ενθαρρύνεται να φτιάξει μια λίστα των δραστηριοτήτων που διακόπηκαν λόγω της πολύωρης χρήσης του διαδικτύου έτσι ώστε να αναγνωρίσει τον τρόπο που η ζωή του έχει επηρεαστεί και να κινητοποιηθεί για αλλαγή. Στη συνέχεια, ο έφηβος εκπαιδεύεται σε τεχνικές για την σωστή διαχείριση του χρόνου, προκειμένου να οργανώσει και να διαχειριστεί τον χρόνο που ξοδεύει σε online παιχνίδια και να αναπτύξει ένα καινούργιο, περισσότερο λειτουργικό συμπεριφοριστικό σχέδιο προκειμένου να τροποποιήσει τις καθημερινές ρουτίνες και να αυξήσει τον έλεγχο του χρόνου χρήσης.
Παράλληλα, μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις αναφορικά με την αίσθηση μη ελέγχου την οποία βιώνει κατά την εξέλιξη της θεραπευτικής παρέμβασης. Τέτοιες σκέψεις μπορεί να σχετίζονται με την χαμηλή αίσθηση αυτοαποτελεσματικότητας που μπορεί να νιώσει ο έφηβος «δεν έχω τον έλεγχο της χρήσης του διαδικτύου», αλλά και με απειλητικά σενάρια που μπορεί να κάνει για το μέλλον του χωρίς το διαδίκτυο «η ζωή μου είναι άχρηστη χωρίς το ίντερνετ». Μέσα από την τροποποίηση των δυσλειτουργικών σκέψεων επιτυγχάνεται η ενίσχυση της αυτοπεποίθησης και της αυτοαποτελεσματικότητας του έφηβου και διευκολύνεται η δέσμευση στη θεραπεία και στην εφαρμογή συμπεριφοριστικών τεχνικών για τον έλεγχο της χρήσης. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η επίλυση προβλημάτων, οι τεχνικές χαλάρωσης και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά και στην εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθούν τον έφηβο να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να αυτορυθμίζεται, να ενισχύει την αίσθηση ελέγχου στις διαπροσωπικές σχέσεις και να επαναπροσεγγίζει τις σχέσεις του με μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη.
Κατά την διάρκεια της θεραπευτικής παρέμβασης, σημαντικός είναι και ο ρόλος των γονέων οι οποίοι μαθαίνουν να ενισχύουν τις προσπάθειες του εφήβου καθημερινά και να εκδηλώνουν πιο συχνά τη γονική αγάπη ώστε να αναπτυχθεί ένα υποστηρικτικό περιβάλλον χωρίς επικριτικότητα με στόχο να κατευναστούν τα συναισθήματα ντροπής, ενοχής, αβοηθητότητας, αναξιότητας και απομόνωσης τα οποία ενδέχεται να βιώνουν οι έφηβοι.
Προβλήματα συμπεριφοράς
ΥΠΟ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ψυχοθεραπεία, κλικ εδώ.
Η διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου μας διαθέτει υψηλή εξειδίκευση, μακρόχρονη κλινική εμπειρία και πολύπλευρη επιστημονική κατάρτιση στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ, των Μαθησιακών Δυσκολιών και της Διαταραχής Αυτιστικού Φάσματος. Κλικ εδώ.
Εφαρμόζουμε πρωτοποριακές μεθόδους και επιστημονικά τεκμηριωμένες τεχνικές. Κλικ εδώ.
Ειδικότερα για τη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ, έχουμε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο συνδυάζει τα πιο σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα και δικές μας καινοτόμες προσεγγίσεις, διεθνώς αναγνωρισμένες. Κλικ εδώ κι εδώ.
Διαθέτουμε ειδικό τμήμα πρώιμης παρέμβασης για βρέφη και νήπια υψηλού κινδύνου εκδήλωσης ΔΕΠ-Υ και ΔΑΦ Κλικ εδώ.
Στο Κέντρο μας λειτουργούν ομαδικά προγράμματα: Κλικ εδώ.
α) παιδιών και εφήβων για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων
β) γονέων για τη βελτίωση των γονικών δεξιοτήτων.
Οι διευθυντές του Κέντρου είναι Πανεπιστημιακοί καθηγητές, ερευνητές, και συγγραφείς. Είναι οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς επιστημονικών βιβλίων για τη ΔΕΠ-Υ, οι πολυγραφότεροι (με 6 βιβλία που καλύπτουν πλήρως το θέμα της ΔΕΠ-Υ) και οι μόνοι που έχουν συγγράψει βιβλίο για τη ΔΕΠ-Υ το οποίο κυκλοφορεί διεθνώς στην αγγλική γλώσσα και αποτελεί πανεπιστημιακό σύγγραμμα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επίσης, είναι συγγραφείς του εγχειριδίου Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων,
καθώς και βιβλίων για τον Τραυλισμό και την Παραβατική Συμπεριφορά Ανηλίκων. Κλικ εδώ.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εκπαιδεύσει -και εξακολουθούν να εκπαιδεύουν- χιλιάδες επαγγελματίες και εκπαιδευτικούς στην αναγνώριση και διαχείριση της ΔΕΠ-Υ μέσα από σεμινάρια, συνέδρια, ημερίδες και εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με δεκάδες φορείς. Κλικ εδώ κι εδώ.