Μιστριώτου 4 και Μιστριώτου 8, Κ. Πατήσια
210 2282544 & 210 2282644
info@arsi.gr
Γενικά χαρακτηριστικά
Το άγχος αποτελεί ένα γνώριμο και οικείο συναίσθημα για όλους τους ανθρώπους. Ουσιαστικά πρόκειται για μια παγκοσμίως γνωστή εμπειρία που λειτουργεί ως μηχανισμός προειδοποίησης με σκοπό να μας διευκολύνει να αντιμετωπίσουμε τις δύσκολες καταστάσεις που συναντάμε στη ζωή μας, θέτοντας τον οργανισμό σε κατάσταση ετοιμότητας. Υπό αυτή την έννοια, το άγχος αποτελεί ένα φυσιολογικό στοιχείο της αναπτυξιακής πορείας που οδηγεί από την εξάρτηση στην αυτονομία.
Ωστόσο, αυτός ο μηχανισμός δυσλειτουργεί όταν το βίωμα του άγχους είναι υπερβολικό σε ένταση, διαρκεί πέρα από την έκθεση σε κάποιο κίνδυνο και παρουσιάζεται σε καταστάσεις που είναι αντικειμενικά ακίνδυνες.Τότε το άγχος χάνει τη λειτουργικότητά του και μετατρέπεται σε στοιχείο που παρεμποδίζει την ομαλή προσαρμογή του ατόμου διότι, αντί να προετοιμάζει τον οργανισμό για την αντιμετώπιση της δύσκολης κατάστασης, συνήθως τον προτρέπει στην αποφυγή της. Το αποτέλεσμα της συνεχούς αποφυγής των αγχογόνων καταστάσεων είναι η κορύφωση και η γενίκευση του άγχους ακόμη κι όταν απουσιάζουν τα ερεθίσματα που το προκαλούν.
Οι διαταραχές άγχους έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό το συναίσθημα του έντονου φόβου και άγχους, συνοδευόμενου από ανάλογες δυσλειτουργικές μορφές συμπεριφοράς. Οι διαταραχές άγχους διαφέρουν μεταξύ τους αναφορικά με τις καταστάσεις που προκαλούν σε κάθε περίπτωση τον φόβο ή το άγχος και τις συμπεριφορές αποφυγής. Πολλές από τις διαταραχές άγχους αναπτύσσονται από την παιδική ηλικία και τείνουν να επιμένουν εάν δεν αντιμετωπιστούν, με αποτέλεσμα να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα προσαρμογής στο άτομο τόσο στην εφηβεία όσο και αργότερα στην ενηλικίωση.
Στην περίπτωση των παιδιών, παρόλο που η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους είναι αρκετά υψηλή και ο αριθμός των συνοδών προβλημάτων μεγάλος, δεν έχει δοθεί μέχρι τώρα η ανάλογη βαρύτητα στη διάγνωση και αντιμετώπισή τους. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι τα συμπτώματα αυτών των διαταραχών δεν γίνονται συνήθως εύκολα αντιληπτά, δεδομένου μάλιστα ότι δεν προκαλούν ενόχληση στο περιβάλλον. Επιπλέον, ακόμα και στην περίπτωση που τα συμπτώματα είναι ορατά, δεν είναι πάντα εύκολο για τους γονείς να διακρίνουν αν πρόκειται για φυσιολογικές ή παθολογικές εκδηλώσεις άγχους. Στον παιδικό πληθυσμό, η συχνότητα εμφάνισης των διαταραχών άγχους κυμαίνεται μεταξύ 3-18%. Έχει διαπιστωθεί επίσης ότι σε όλο το φάσμα της παιδικής ηλικίας, τα κορίτσια εμφανίζουν συμπτώματα άγχους με μεγαλύτερη συχνότητα σε σύγκριση με τα αγόρια. Οι διαταραχές άγχους ταξινομούνται στις εξής κατηγορίες:
Διαταραχή άγχους αποχωρισμού
Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι ο υπερβολικός φόβος ή άγχος που βιώνει το άτομο όταν πρέπει να απομακρυνθεί από το σπίτι του, τους γονείς του ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή αντικείμενο με το οποίο έχει συναισθηματικό δεσμό. Πρόκειται για μία διαταραχή η οποία μπορεί να διαγνωστεί για πρώτη φορά στην παιδική ηλικία.
Τα παιδιά με αυτή τη διαταραχή διακατέχονται από αναπτυξιακά δυσανάλογο και έντονο άγχος μήπως πάθει κάτι κακό αυτός που τα φροντίζει και έτσι χάσουν το πρόσωπο με το οποίο έχουν αναπτύξει στενό συναισθηματικό δεσμό. Βιώνουν μια επαναλαμβανόμενη υπερβολική δυσφορία όταν αναμένεται ή συμβαίνει η απομάκρυνση από το σπίτι ή από τα σημαντικά πρόσωπα που τα φροντίζουν και, αφού προκύψει αυτή, μπορεί να παρουσιάζουν κοινωνική απόσυρση, απάθεια, θλίψη ή δυσκολία να επικεντρωθούν στη δουλειά ή στο παιχνίδι. Επίσης, ανησυχούν έντονα μην τους συμβεί κάτι δυσάρεστο, όπως να χαθούν, να απαχθούν ή να πάθουν κάποιο ατύχημα, γεγονότα που θα εμπόδιζαν την επανένωση με το κύριο πρόσωπο που τα φροντίζει. Ανάλογα με την ηλικία τους, μπορεί να εκδηλώνουν φόβους για τα ζώα, τα τέρατα, το σκοτάδι, τις κλοπές, τους διαρρήκτες, τους απαγωγείς, τα τροχαία ατυχήματα, τα ταξίδια με αεροπλάνο και άλλες καταστάσεις που θεωρούνται ότι ενέχουν κίνδυνο για την οικογένεια ή τον εαυτό τους. Τα άτομα με διαταραχή άγχους αποχωρισμού είναι απρόθυμα ή αρνούνται να βγουν μόνα τους και έχουν επίμονο και υπερβολικό φόβο να είναι μόνα τους ή χωρίς το άτομο που τα φροντίζει στο σπίτι ή σε άλλα περιβάλλοντα. Ακόμα και εντός του σπιτιού, συχνά δεν μπορούν να πάνε σε ένα δωμάτιο μόνα τους, επιδιώκουν να μένουν συνεχώς κοντά στον γονέα ή απαιτούν κάποιος να είναι μαζί τους όταν μετακινούνται σε άλλο δωμάτιο. Έχουν επίμονη απροθυμία να πάνε για ύπνο χωρίς κάποιον από τους γονείς. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, συχνά πηγαίνουν στο κρεβάτι των γονιών τους. Λόγω αυτών των δυσκολιών, τα παιδιά είναι απρόθυμα να πάνε σε κάποια κατασκήνωση και να κοιμηθούν στα σπίτια των φίλων τους.
Κατά τον ίδιο τρόπο, οι ενήλικες μπορεί να αισθάνονται άβολα όταν ταξιδεύουν μόνοι τους. Στον ύπνο, συχνά μπορεί να υπάρχουν επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες στους οποίους το περιεχόμενο εκφράζει το άγχος αποχωρισμού (π.χ. καταστροφή της οικογένειας μέσω πυρκαγιάς, δολοφονίας ή άλλης καταστροφής), ενώ τα μικρά παιδιά μπορεί να αναφέρουν ασυνήθιστες αντιληπτικές εμπειρίες (όπως ότι βλέπουν ανθρώπους να κοιτάζουν στο δωμάτιό τους, τρομακτικά πλάσματα να έρχονται). Τα σωματικά συμπτώματα, όπως πονοκέφαλοι, κοιλιακά παράπονα, ναυτία και έμετος, είναι συχνά στα παιδιά όταν συμβαίνει ή αναμένεται ο αποχωρισμός, ενώ καρδιαγγειακά συμπτώματα όπως αίσθημα παλμών, ζάλη και αίσθημα αδυναμίας είναι σπάνια σε μικρότερα παιδιά, αλλά μπορεί να εμφανιστούν σε εφήβους και ενήλικες.
Η διαταραχή άγχους αποχωρισμού στα παιδιά μπορεί να οδηγήσει σε άρνηση του σχολείου, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να οδηγήσει σε ακαδημαϊκές δυσκολίες και κοινωνική απομόνωση. Επίσης, όταν είναι εξαιρετικά αναστατωμένα με την προοπτική του αποχωρισμού, τα παιδιά μπορεί να εκφράζουν θυμό ή να γίνονται περιστασιακά επιθετικά σε όποιον επιβάλει τον αποχωρισμό. Τα παιδιά με αυτή την διαταραχή μπορεί να περιγραφούν ως απαιτητικά, παρεμβατικά και ότι χρειάζονται συνεχή επίβλεψη, ενώ ως ενήλικες, μπορεί να φαίνονται εξαρτημένοι και υπερπροστατευτικοί. Οι υπερβολικές απαιτήσεις του ατόμου με αυτήν την διαταραχή συχνά αποτελούν πηγή απογοήτευσης για τα μέλη της οικογένειας, οδηγώντας σε δυσαρέσκεια και συγκρούσεις.
Επιλεκτική αλαλία
Η επιλεκτική αλαλία είναι μια σπάνια αλλά πολύπλοκη διαταραχή και χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα του ατόμου να μιλήσει και να επικοινωνήσει αποτελεσματικά σε επιλεγμένες κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες απαιτείται, όπως για παράδειγμα στο σχολείο, ενώ ηλικιακά έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά η ομιλία. Η έναρξη της επιλεκτικής αλαλίας είναι συνήθως πριν από την ηλικία των 5 ετών, ωστόσο μπορεί να μην γίνει αντιληπτή μέχρι την έναρξη του σχολείου, όπου αυξάνονται οι απαιτήσεις κοινωνικής αλληλεπίδρασης και απόδοσης. Η εξέλιξη της διαταραχής δεν είναι ξεκάθαρη και, παρόλο που κάποιες κλινικές αναφορές υποδεικνύουν ότι πολλά άτομα την «ξεπερνούν», η πορεία της διαταραχής στον χρόνο είναι άγνωστη.
Τα παιδιά με επιλεκτική αλαλία αδυνατούν να ανταποκριθούν στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις τόσο με τους ενήλικες όσο και με τους ομηλίκους. Συχνά δεν μιλάνε μπροστά σε στενούς φίλους ή συγγενείς δευτέρου βαθμού, όπως είναι οι παππούδες ή τα ξαδέλφια, παρόλο που καταφέρνουν να μιλήσουν στο σπίτι τους παρουσία των μελών της στενής οικογένειας. Τα παιδιά αυτά βιώνουν έντονο άγχος και είναι ιδιαίτερα αμήχανα κατά την κοινωνική αλληλεπίδραση, το οποίο οδηγεί σε κοινωνική δυσλειτουργία. Επίσης, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κοινωνική απομόνωση και πειράγματα από τους συμμαθητές τους. Συχνά αρνούνται να μιλήσουν στο σχολείο, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την ακαδημαϊκή δυσλειτουργία τους, καθώς οι εκπαιδευτικοί δυσκολεύονται να αξιολογήσουν τις δεξιότητές τους. Ωστόσο, δεν αντιδρούν όλα τα παιδιά με τον ίδιο τρόπο. Κάποια παιδιά, όταν κάποιος τους απευθύνει τον λόγο ή τα πλησιάσει, δείχνουν τρομαγμένα, ‘παγώνουν’, τρέμουν και κάποια άλλα μπορεί να ψιθυρίζουν ή να μιλάνε σε μεμονωμένα άτομα. Τα περισσότερα παιδιά όμως, αντί να επικοινωνούν με το συνήθη λεκτικό τρόπο, μπορεί να χρησιμοποιούν χειρονομίες, νεύματα ή κλίσεις του κεφαλιού για να εκφράσουν τις επιθυμίες τους. Επίσης, μπορεί να τραβούν και να σπρώχνουν τα άτομα των οποίων θέλουν να προσελκύσουν την προσοχή. Σε κάποιες περιπτώσεις, χρησιμοποιούν μονοσύλλαβες, σύντομες φράσεις ή φράσεις που χαρακτηρίζονται από μονοτονία ή από αλλοιωμένη φωνή.
Χαρακτηριστικά που έχουν βρεθεί να σχετίζονται με την επιλεκτική αλαλία είναι η υπερβολική συστολή, ο φόβος κοινωνικής αμηχανίας, η κοινωνική απομόνωση και απόσυρση, η προσκόλληση, τα καταναγκαστικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας, ο αρνητισμός, οι συναισθηματικές εκρήξεις ή η ήπια εναντιωτική συμπεριφορά. Επίσης, στα παιδιά με επιλεκτική αλαλία πάντα παρατηρείται άγχος και μάλιστα τις περισσότερες φορές, μετά από κλινική εκτίμηση, δίνεται και πρόσθετη διάγνωση μιας ακόμα διαταραχής άγχους η οποία συνηθέστερα είναι η κοινωνική φοβία. Επίσης, άλλες διαταραχές άγχους που έχουν συνδεθεί με την επιλεκτική αλαλία είναι η διαταραχή άγχους αποχωρισμού και η ειδική φοβία. Η επιλεκτική αλαλία έχει σημαντικά αρνητικές επιδράσεις και στα άτομα που βρίσκονται κοντά στο παιδί, ιδιαίτερα στους γονείς και στους δασκάλους, οι οποίοι αποθαρρύνονται και τρομάζουν όταν οι προσπάθειες τους να αλληλεπιδράσουν με το παιδί αποτυγχάνουν και συχνά φοβούνται να παρέμβουν μη τυχόν και κάνουν την κατάσταση χειρότερη. Γενικώς, η επιλεκτική αλαλία είναι μια εξαιρετικά αγχογόνος και οδυνηρή κατάσταση, η οποία χρήζει άμεσης αντιμετώπισης για την καλύτερη δυνατή έκβαση.
Ειδική φοβία
Ένα βασικό χαρακτηριστικό αυτής της διαταραχής είναι η ύπαρξη έντονου φόβου ή άγχους στην παρουσία μιας συγκεκριμένης κατάστασης ή ενός αντικειμένου, το οποίο ονομάζεται φοβικό ερέθισμα. Η αντίδραση άγχους σε αυτές τις περιπτώσεις είναι δυσανάλογη του φοβικού ερεθίσματος και διαφέρει από τους φυσιολογικούς, παροδικούς φόβους που παρατηρούνται σε όλους τους ανθρώπους. Η ειδική φοβία αναπτύσσεται συνήθως στην πρώιμη παιδική ηλικία, με την πλειοψηφία των περιπτώσεων να αναπτύσσεται πριν από την ηλικία των 10 ετών, ωστόσο παραμένει μία από τις συχνότερα εμφανιζόμενες διαταραχές στην ύστερη ζωή, ως αποτέλεσμα εμπειριών που είναι τραυματικές. Επίσης έχει βρεθεί ότι οι ειδικές φοβίες που σχετίζονται με συγκεκριμένες καταστάσεις εκδηλώνονται σε μεγαλύτερη ηλικία από την έναρξη των ειδικών φοβιών που σχετίζονται με φυσικά φαινόμενα, ζώα ή αίμα.
Ο φόβος είναι δυσανάλογος με τον πραγματικό κίνδυνο που θέτει το ερέθισμα ή είναι πιο έντονος από αυτόν που απαιτείται. Παρόλο που τα άτομα με ειδική φοβία συχνά αναγνωρίζουν τις αντιδράσεις τους ως ακατάλληλες και υπερβολικές, τείνουν να υπερεκτιμούν τον κίνδυνο. Η ένταση του φόβου μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με τη γειτνίαση με το αντικείμενο ή την κατάσταση που φοβάται το άτομο και μπορεί να συμβεί εν αναμονή ή παρουσία του φοβικού ερεθίσματος. Επίσης, ο φόβος ή το άγχος μπορεί να έχει τη μορφή μιας πλήρους ή περιορισμένης κρίσης πανικού, κάτι που εξαρτάται συχνά και από άλλους παράγοντες, όπως η παρουσία άλλων και η διάρκεια της έκθεσης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ειδικών φοβιών είναι ότι ο φόβος ή το άγχος προκαλείται σχεδόν κάθε φορά που το άτομο έρχεται σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα και εμφανίζεται αμέσως μετά την επαφή με αυτό. Έτσι, ένα άτομο που ανησυχεί μόνο περιστασιακά όταν βρίσκεται αντιμέτωπο με το φοβικό ερέθισμα (π.χ. αγχώνεται μόνο σε μία από τις πέντε φορές που ταξιδεύει με αεροπλάνο) δεν θα διαγνωστεί με ειδική φοβία. Το καλό με τις ειδικές φοβίες είναι ότι δεν παρεμποδίζουν πάντα την λειτουργικότητα του ατόμου, ειδικά στις περιπτώσεις που το φοβικό ερέθισμα δεν συναντάται στην καθημερινότητά. Ωστόσο, τα άτομα με ειδική φοβία, προκειμένου να διαχειριστούν την ένταση που τους προκαλεί η θέαση ή ακόμα και η σκέψη του φοβικού ερεθίσματος, υιοθετούν συχνά στρατηγικές αποφυγής με αποτέλεσμα να περιορίζουν τις επιλογές τους στην καθημερινή ζωή. Η αποφυγή σημαίνει ότι το άτομο συμπεριφέρεται σκόπιμα με τρόπους που προλαμβάνουν ή ελαχιστοποιούν την επαφή με φοβικά ερεθίσματα π.χ. το άτομο αποφεύγει την είσοδο σε σκοτεινό δωμάτιο λόγω του φόβου του για τις αράχνες, αποφεύγει την αποδοχή μιας εργασίας σε μια τοπική περιοχή όπου ένα φοβικό ερέθισμα είναι πιο συχνό. Οι συμπεριφορές αποφυγής είναι τις περισσότερες φορές εμφανείς (π.χ. ένα άτομο που φοβάται το αίμα αποφεύγει τον γιατρό) αλλά κάποιες φορές μπορεί να είναι και λιγότερο εμφανείς (π.χ. ένα άτομο που φοβάται τα φίδια αρνείται να δει εικόνες που μοιάζουν με τη μορφή ή το σχήμα των φιδιών). Πολλά άτομα με ειδικές φοβίες έχουν αλλάξει ακόμα και τις συνθήκες διαβίωσής τους με σκοπό την αποφυγή όσο το δυνατόν περισσότερο του φοβικού ερεθίσματος επομένως, δεν αναγνωρίζουν τον φόβο ή το άγχος στην καθημερινή τους ζωή.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η συμπεριφορά αποφυγής μπορεί να είναι χρήσιμη για την επιβεβαίωση της διάγνωσης παρά την απουσία ενεργού άγχους ή πανικού.Ο φόβος, η ανησυχία ή η αποφυγή θα πρέπει να επιμένει στο χρόνο, συνήθως 6 μήνες ή περισσότερο, προκειμένου να γίνει διάκριση της διαταραχής από τους παροδικούς φόβους που είναι κοινοί σε όλους τους ανθρώπους και ειδικά στα παιδιά, στα οποία οι υπερβολικοί φόβοι είναι συνηθισμένοι, αλλά συνήθως μεταβατικοί και δεν επιδρούν σημαντικά στην καθημερινή λειτουργικότητα. Επίσης, τα μικρά παιδιά συνήθως δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν την έννοια της αποφυγής και ο τρόπος εκδήλωσης του φόβου ή του άγχους διαφέρει από τους ενήλικες και μπορεί να εκφραστεί με το κλάμα, την οργή, το ‘πάγωμα’ ή την προσκόλληση.
Η ειδική φοβία μερικές φορές εκδηλώνεται μετά από κάποιο τραυματικό γεγονός που βιώνει το άτομο ή παρατηρεί σε κάποιον άλλον, άλλες μετά από κάποια κρίση πανικού και τη σύνδεση αυτής με ένα συγκεκριμένο ερέθισμα και άλλες λόγω της υπερέκθεσης και του μεγάλου όγκου παραπληροφόρησης για κάποιο ‘επικίνδυνο’ γεγονός από τα μέσα ενημέρωσης. Ωστόσο, πολλά άτομα με ειδική φοβία δεν μπορούν να ανακαλέσουν την αιτία έναρξης των φοβιών τους.
Διαταραχή κοινωνικού άγχους
Η κοινωνική φοβία είναι μία διαταραχή άγχους που χαρακτηρίζεται από έναν έντονο και επίμονο φόβο που αισθάνεται το άτομο σε μια ή και περισσότερες κοινωνικές καταστάσεις στις οποίες ανησυχεί ότι θα νιώσει αμηχανία και σύγχυση. Το κοινό χαρακτηριστικό αυτών των καταστάσεων είναι η έκθεση που προϋποθέτουν μπροστά σε μη οικείους ανθρώπους και το ενδεχόμενο το άτομο να κριθεί ή να αξιολογηθεί για τη συμπεριφορά και την απόδοσή του. Η κοινωνική φοβία εμφανίζεται κυρίως στο τέλος της παιδικής και στην εφηβική ηλικία, με μέση ηλικία τα 15 έτη και αφορά εξίσου γυναίκες και άνδρες.
Τα άτομα που πάσχουν από κοινωνική φοβία πιστεύουν ότι στις κοινωνικές καταστάσεις θα ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο που θα ντροπιαστούν, θα γελοιοποιηθούν ή θα αισθανθούν αμήχανα. Στην πραγματικότητα, το άτομο αισθάνεται δυσφορία και μόνο με τη σκέψη ότι θα συμβεί κάτι που θα καταδείξει την αδυναμία και την ανικανότητά του να ανταπεξέλθει σε τέτοιες καταστάσεις και θα τον εκθέσει. Το άγχος και ο φόβος επηρεάζουν σημαντικά το σώμα, τη σκέψη και τη συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα, τα άτομα που έχουν κοινωνική φοβία εκδηλώνουν ένα εύρος σωματικών συμπτωμάτων, όπως είναι η ταχυκαρδία, η δυσφορία και δύσπνοια, το κοκκίνισμα, το τρέμουλο, η εφίδρωση και η διάρροια. Μάλιστα, κάποιες φορές τα συμπτώματα αυτά μπορεί να γίνουν πολύ έντονα και να πάρουν την μορφή κρίσης πανικού. Το άτομο προκειμένου να μην βιώνει όλα αυτά τα συμπτώματα, που είναι έντονα και επώδυνα, τροποποιεί τη συμπεριφορά του και αποφεύγει καταστάσεις και δραστηριότητες στις οποίες είναι πιθανό να αισθανθεί δυσάρεστα. Έτσι, ένα άτομο που φοβάται ότι δεν θα μπορέσει να ελέγξει τα σωματικά του συμπτώματα, όπως το τρέμουλο,αποφεύγει να πίνει, να τρώει ή να γράφει μπροστά σε άλλους ή στην περίπτωση της εφίδρωσης μπορεί να αποφεύγει τις χειραψίες ή τα πικάντικα τρόφιμα. Οι φόβοι που σχετίζονται με την ομιλία μπροστά σε κοινό είναι πολλοί και διαφοροποιούνται σε κάθε άνθρωπο. 'Aλλοι φοβούνται μη γίνουν ορατά τα σωματικά τους συμπτώματα και άλλοι ενδιαφέρονται κυρίως για την απόδοσή τους και να «μην γίνουν ρεζίλι» με αυτά που θα πουν. Ο φόβος της εξέτασης αφορά σε περιπτώσεις που χρειάζεται να αξιολογηθεί το άτομο από άλλους και συχνά η ένταση των συμπτωμάτων και ο φόβος γελοιοποίησης μπορεί να οδηγεί στην ακύρωση ή την αναβολή της εξέτασης. Επίσης, κάποιοι άνθρωποι αισθάνονται εξαιρετικό άγχος όταν χρειάζεται να κάνουν δουλειά υπό την επίβλεψη ή την παρουσία άλλων.
Τα άτομα με διαταραχή κοινωνικού άγχους μπορεί να εμφανίζουν υπερβολικά άκαμπτη στάση σώματος ή περιστασιακή βλεμματική επαφή ή να μιλούν υπερβολικά χαμηλόφωνα. Επίσης, μπορεί να είναι λιγότερο ανοικτά σε πιο προσωπικές συνομιλίες και να αποκαλύπτουν λίγα για τον εαυτό τους. Αξίζει να αναφερθεί ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, η διαχείριση των συμπτωμάτων με την χρήση ουσιών είναι συνηθισμένη (π.χ. κατανάλωση αλκοόλ πριν από μια εκδήλωση). Όπως σε όλες τις φοβίες, το άτομο που πάσχει από κοινωνική φοβία έχει πλήρη επίγνωση ότι ο φόβος του είναι υπερβολικός και παράλογος. Ο βαθμός και ο τύπος του φόβου και του άγχους μπορεί να ποικίλει ανάλογα με την εκάστοτε συνθήκη, ενώ το αναμενόμενο άγχος μπορεί να εκδηλωθεί και πολύ νωρίτερα από την έκθεση στην κατάσταση (π.χ. ανησυχία κάθε μέρα για εβδομάδες πριν από την παρακολούθηση ενός κοινωνικού γεγονότος, επαναλαμβάνοντας μια ομιλία για αρκετές ημέρες εκ των προτέρων). Στα παιδιά, ο φόβος ή το άγχος μπορεί να εκφραστεί με κλάμα, οργή, ‘πάγωμα’, προσκόλληση ή απομόνωση στις κοινωνικές καταστάσεις. Συχνά, τα άτομα με κοινωνική φοβία αποδίδουν στον εαυτό τους χαρακτηρισμούς όπως ανίκανος, αδύναμος και ανεπαρκής, γεγονός που φανερώνει την επίπτωση της φοβίας στην αυτοεκτίμηση του ατόμου. Γενικότερα, η κοινωνική φοβία έχει μεγάλη επίδραση στην ζωή των ανθρώπων καθώς δυσκολεύει κάθε τους συναλλαγή επηρεάζοντας την προσωπική και κοινωνική τους ζωή, την ακαδημαϊκή και επαγγελματική επίδοση και τη γενικότερη προσαρμογή τους.
Διαταραχή Πανικού
Η διαταραχή πανικού είναι μία διαταραχή άγχους η οποία χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες προσβολές πανικού που είναι συνήθως απροσδόκητες και διαρκούν για κάποια λεπτά (σπανίως ξεπερνούν τη μία ώρα). Η προσβολή πανικού είναι μια απότομη έκρηξη έντονου φόβου ή έντονης δυσφορίας που κορυφώνεται μέσα σε λίγα λεπτά, και κατά τη διάρκεια αυτών των λεπτών εμφανίζονται τέσσερα ή και περισσότερα σωματικά συμπτώματα όπως, δύσπνοια, ζάλη, ταχυκαρδία, τρεμούλα, εφίδρωση, αίσθημα πνιγμού, ναυτία, μουδιάσματα και ρίγη. Ο όρος ‘επαναλαμβανόμενες’ αναφέρεται στο πλήθος των προσβολών μεταξύ των οποίων το άτομο είναι συχνά ανήσυχο, καθώς έχει το φόβο της πιθανής επανάληψης της προσβολής. Ο όρος ‘απροσδόκητος’ αναφέρεται στην απουσία κάποιου ερεθίσματος τη στιγμή της προσβολής, καθώς φαίνεται να συμβαίνει σε στιγμές ηρεμίας, όπως όταν το άτομο χαλαρώνει ή ξαπλώνει για ύπνο. Η συχνότητα και η σοβαρότητα των προσβολών πανικού ποικίλλουν σημαντικά. Ωστόσο, για τη διάγνωση της διαταραχής πανικού απαιτείται περισσότερη από μία απροσδόκητες προσβολές με συμπτώματα πανικού. Η μέση ηλικία έναρξης της διαταραχής πανικού είναι τα 20 με 24 έτη, ενώ ένας μικρός αριθμός περιπτώσεων ξεκινάει στην παιδική ηλικία.
Τα άτομα με διαταραχή πανικού ανησυχούν έντονα για τα σωματικά τους συμπτώματα και τα ερμηνεύουν με καταστροφικό τρόπο. Ανησυχούν για την παρουσία ασθενειών που απειλούν τη ζωή (π.χ. καρδιακή νόσο, διαταραχή επιληπτικών κρίσεων), για τον τρόπο που φαίνονται στους άλλους και φοβούνται μην κριθούν αρνητικά λόγω των ορατών συμπτωμάτων του πανικού. Επίσης, ανησυχούν και για την ψυχική τους λειτουργία, καθώς νιώθουν ότι λειτουργούν «τρελά» και ότι χάνουν τον έλεγχο. Οι δυσπροσαρμοστικές αλλαγές στη συμπεριφορά έχουν ως σκοπό να ελαχιστοποιηθούν ή να αποφευχθούν οι προσβολές πανικού ή οι συνέπειές τους. Τέτοια παραδείγματα περιλαμβάνουν την αποφυγή σωματικής άσκησης, την αναδιοργάνωση της καθημερινής ζωής για να εξασφαλιστεί ότι υπάρχει βοήθεια σε περίπτωση προσβολής πανικού, περιορίζοντας τις συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες και αποφεύγοντας τις καταστάσεις με πολύ κόσμο, όπως οι έξοδοι από το σπίτι, η χρήση δημόσιων συγκοινωνιών ή οι αγορές, την υπερβολική χρήση ουσιών για τον έλεγχο των προσβολών ή την υιοθέτηση ακραίων συμπεριφορών με στόχο την απόκτηση ελέγχου των προσβολών όπως είναι οι αυστηροί περιορισμοί στην πρόσληψη ή αποφυγή συγκεκριμένων τροφίμων λόγω ανησυχιών για τα σωματικά συμπτώματα που προκαλούν.
Η συνηθισμένη πορεία, εάν η διαταραχή δεν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, είναι χρόνια. Μερικά άτομα μπορεί να έχουν επεισοδιακά ξεσπάσματα με περιόδους ύφεσης στο μεταξύ, ενώ άλλα μπορεί να έχουν σταθερά σοβαρή συμπτωματολογία. Μόνο μια μειοψηφία ατόμων έχει πλήρη ύφεση χωρίς μεταγενέστερη υποτροπή μέσα στα χρόνια. Η πορεία της διαταραχής πανικού περιπλέκεται από μια σειρά από άλλες διαταραχές που συνήθως συνυπάρχουν. Για παράδειγμα, είναι σύνηθες να συνυπάρχουν άλλες διαταραχές άγχους, καταθλιπτικές διαταραχές και διαταραχές χρήσης ουσιών. Η διαταραχή πανικού συνδέεται με υψηλά επίπεδα κοινωνικής, επαγγελματικής και σωματικής ‘αναπηρίας’, σημαντικό οικονομικό κόστος και τον μεγαλύτερο αριθμό ιατρικών επισκέψεων συγκριτικά με τις άλλες διαταραχές άγχους. Τα άτομα με διαταραχή πανικού μπορεί συχνά να απουσιάζουν από την εργασία ή το σχολείο για επισκέψεις σε γιατρούς και στα επείγοντα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε ανεργία ή εγκατάλειψη του σχολείου.
Εάν θέλετε να διαβάσετε ένα άρθρο για τις κρίσεις πανικού, κλικ εδώ.
Αγοραφοβία
Η αγοραφοβία είναι μία διαταραχή άγχους το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί ο έντονος φόβος ή το άγχος που προκαλείται από την έκθεση του ατόμου σε ένα ευρύ φάσμα καταστάσεων που σχετίζονται με τη χρήση δημόσιων μεταφορικών μέσων, όπως λεωφορεία, τρένα, πλοία ή αεροπλάνα, την έξοδο σε ανοικτούς χώρους, όπως χώρους στάθμευσης, αγορές ή γέφυρες, αλλά και σε κλειστούς χώρους, όπως καταστήματα, θέατρα ή κινηματογράφους και την αναμονή σε ουρές. Η μέση ηλικία έναρξης της αγοραφοβίας είναι τα 17 έτη, ενώ, όταν δεν έχουν υπάρξει προηγούμενες προσβολές πανικού, ή διαταραχή πανικού ξεκινά ανάμεσα στα 25 και τα 29 έτη. Αξίζει να αναφερθεί ότι το ποσοστό των ατόμων με αγοραφοβία που αναφέρουν προσβολές πανικού ή διαταραχή πανικού πριν από την έναρξη της αγοραφοβίας κυμαίνεται από 30% έως 50% , ενώ η πλειοψηφία των ατόμων με διαταραχή πανικού παρουσιάζουν σημάδια άγχους και αγοραφοβίας πριν από την έναρξη της διαταραχής πανικού.
Ο φόβος και το άγχος που βιώνουν τα άτομα σε αυτές τις καταστάσεις, σχετίζεται με απειλητικές σκέψεις ότι μπορεί να συμβεί κάτι φοβερό. Τα άτομα συχνά πιστεύουν ότι η διαφυγή από τέτοιες καταστάσεις μπορεί να είναι δύσκολη ή ότι η βοήθεια μπορεί να μην είναι διαθέσιμη όταν εκδηλωθούν συμπτώματα «τύπου πανικού» ή άλλα που είναι δυσάρεστα και ντροπιαστικά. Τα συμπτώματα «τύπου πανικού» αναφέρονται στα σωματικά συμπτώματα που περιλαμβάνονται στα κριτήρια για την προσβολή πανικού, όπως η ζάλη, η λιποθυμία και ο φόβος θανάτου. 'Aλλα ντροπιαστικά συμπτώματα μπορεί να είναι ο εμετός, οι ενοχλήσεις στο έντερο, ο φόβος της πτώσης στους ηλικιωμένους και μια αίσθηση αποπροσανατολισμού και απώλειας στα παιδιά.
Η ένταση του φόβου που βιώνει το άτομο είναι δυσανάλογη με τον πραγματικό κίνδυνο και μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την κατάσταση, ενώ η ανησυχία μπορεί να εκδηλωθεί είτε εν αναμονή είτε στην πραγματική παρουσία της αγοραφοβικής καταστάσεως. Έτσι, ένα άτομο που γίνεται ανήσυχο μόνο περιστασιακά σε μια αγοραφοβική κατάσταση δεν θα διαγνωστεί με αγοραφοβία. Τα άτομα που πάσχουν από αγοραφοβία αποφεύγουν ενεργά την αγοραφοβική κατάσταση, που σημαίνει ότι συμπεριφέρονται με τρόπους που σκοπίμως έχουν υιοθετηθεί για να αποτρέπουν ή να ελαχιστοποιούν την επαφή με αυτές τις καταστάσεις. Η αποφυγή μπορεί να είναι συμπεριφοριστική (π.χ. επιλογή μιας εργασίας κοντά στο σπίτι για να αποφεύγεται η χρήση δημόσιων συγκοινωνιών) ή και γνωστική (π.χ. απόσπαση της προσοχής κατά την έκθεση σε αγοραφοβικές καταστάσεις).
Η αγοραφοβία πρέπει να διαγνωστεί μόνο εάν ο φόβος, το άγχος ή η αποφυγή επιμένει στον χρόνο και εάν προκαλεί κλινικά σημαντική δυσλειτουργία σε κοινωνικούς, επαγγελματικούς ή άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής του ατόμου. Επίσης, είναι σημαντικό να διαφοροποιείται από εύλογους φόβους (π.χ. έξοδος από το σπίτι κατά τη διάρκεια μιας κακής θύελλας) ή από καταστάσεις που θεωρούνται επικίνδυνες (π.χ. περπάτημα σε χώρο στάθμευσης ή χρήση δημόσιων συγκοινωνιών σε περιοχή υψηλής εγκληματικότητας).
Στις πιο σοβαρές μορφές της, η αγοραφοβία μπορεί να κάνει τα άτομα να μην μπορούν να εγκαταλείψουν το σπίτι τους και να εξαρτώνται από άλλους για την κάλυψη ακόμα και των βασικών αναγκών τους. Τα συμπτώματα κατάθλιψης, καθώς και η κατάχρηση αλκοόλ και ηρεμιστικών φαρμάκων, είναι συχνά.
Η πορεία της αγοραφοβίας είναι επίμονη και χρόνια και η πλήρης απαλλαγή είναι σπάνια εάν δεν αντιμετωπιστεί. Μάλιστα, μια σειρά άλλων διαταραχών, όπως άλλες αγχώδεις διαταραχές, καταθλιπτικές διαταραχές, διαταραχές χρήσης ουσιών και διαταραχές προσωπικότητας, έχει βρεθεί να συνυπάρχουν, γεγονός που περιπλέκει την πορεία της αγοραφοβίας. Τα κλινικά χαρακτηριστικά της αγοραφοβίας είναι σχετικά σταθερά καθόλη τη διάρκεια ζωής, αν και ο τύπος των αγοραφοβικών καταστάσεων που προκαλούν φόβο, άγχος ή αποφυγή, καθώς και ο τύπος των γνωστικών λειτουργιών, μπορεί να διαφέρουν. Η αγοραφοβία συνδέεται με σημαντική δυσλειτουργία και ανεπάρκεια του ατόμου αναφορικά με τους κοινωνικούς ρόλους που πρέπει να υιοθετήσει και την παραγωγικότητα του στον εργασιακό τομέα. Η σοβαρότητα της αγοραφοβίας είναι ένας ισχυρός καθοριστικός παράγοντας για τον βαθμό της ανικανότητας και δυσλειτουργίας του ατόμου, ανεξάρτητα από την συνύπαρξη ή μη της διαταραχής πανικού, των προσβολών πανικού ή άλλων συνοδών διαταραχών.
Γενικευμένη Διαταραχή 'Aγχους
Το βασικό χαρακτηριστικό της γενικευμένης διαταραχής άγχους είναι το επίμονο και υπερβολικό άγχος το οποίο προκαλείται από ένα ευρύ φάσμα ερεθισμάτων και καταστάσεων της ζωής και συνοδεύεται από ένα πλήθος οργανικών αντιδράσεων, όπως η τρεμούλα, η νευρικότητα, η ένταση, η εφίδρωση, η ελαφριά ζάλη, ο φόβος, η ευερεθιστότητα, η εύκολη κόπωση, η δυσκολία στη συγκέντρωση της προσοχής και ο διαταραγμένος ύπνος. Πολλά άτομα με γενικευμένη διαταραχή άγχους αναφέρουν ότι αισθάνονταν άγχος και νευρικότητα σε όλη τους τη ζωή, ωστόσο η μέση ηλικία έναρξης είναι τα 30 έτη και η διαταραχή εμφανίζεται σπάνια πριν από την εφηβεία. Η γενικευμένη διαταραχή άγχους εμφανίζεται συχνότερα στις γυναίκες.
Τα άτομα που παρουσιάζουν γενικευμένη διαταραχή άγχους αναφέρουν έντονη αυτοαπασχόληση και ανησυχία για γεγονότα που έχουν μικρές πιθανότητες να συμβούν. Η κύρια διαφορά μεταξύ των ηλικιακών ομάδων είναι το περιεχόμενο της ανησυχίας του ατόμου. Οι ενήλικες με γενικευμένη διαταραχή άγχους συχνά ανησυχούν για καθημερινές συνήθεις περιστάσεις ζωής, όπως πιθανές εργασιακές ευθύνες, υγεία και οικονομικά, υγεία των μελών της οικογένειας, κακοτυχία στα παιδιά τους, ή δευτερεύοντα θέματα όπως οι δουλειές του σπιτιού ή η πιθανή καθυστέρηση σε κάποιο ραντεβού. Τα παιδιά και οι έφηβοι τείνουν να ανησυχούν περισσότερο για την ποιότητα των επιδόσεων ή των ικανοτήτων τους στο σχολείο ή σε αθλητικά γεγονότα, ακόμη και όταν οι επιδόσεις τους δεν αξιολογούνται από άλλους. Μπορεί να ανησυχούν υπερβολικά για την ακρίβειά τους σε ένα έργο ή για καταστροφικά γεγονότα, όπως οι σεισμοί και οι πόλεμοι. Επίσης μπορεί να είναι υπερβολικά συμμορφωμένα, τελειομανή και έχουν την τάση να κάνουν συνεχόμενες επαναλήψεις στα καθήκοντά τους λόγω της υπερβολικής δυσαρέσκειας που τους προκαλείται όταν η απόδοσή τους είναι κατώτερη του τέλειου. Συνήθως έχουν έντονη την ανάγκη για επιβεβαίωση από τους ενήλικες σχετικά με την απόδοσή τους και άλλα πράγματα που τους ανησυχούν. Η εστίαση της ανησυχίας μπορεί να μετατοπιστεί από τη μια ανησυχία στην άλλη, ωστόσο έχει βρεθεί ότι οι νεότεροι ενήλικες εμφανίζουν μεγαλύτερη σοβαρότητα των συμπτωμάτων από ότι οι ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας.
Η υπερβολική ανησυχία εμποδίζει την ικανότητα του ατόμου να ανταποκριθεί αποτελεσματικά στις υποχρεώσεις του, είτε στο σπίτι είτε στην εργασία. Η ενασχόληση με τις παραπάνω ανησυχίες απαιτούν χρόνο και ενέργεια. Σε συνδυασμό με τα οργανικά συμπτώματα, όπως την ένταση των μυών, την κούραση, τη δυσκολία στη συγκέντρωση της προσοχής και τον διαταραγμένο ύπνο, το άτομο οδηγείται στην εξάντληση. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι η υπερβολική ανησυχία μπορεί να βλάψει την ικανότητα των ατόμων με γενικευμένη διαταραχή άγχους να ενθαρρύνουν την αυτοπεποίθηση και το αίσθημα αυτοαποτελεσματικότητας στα παιδιά τους. Τα συμπτώματα της γενικευμένης διαταραχή άγχους τείνουν να είναι χρόνια και να έχουν διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια της ζωής του ατόμου. Το άτομο δυσκολεύεται να ελέγξει την ανησυχία του και να περιορίσει τις σκέψεις του, οι οποίες έχουν καταστροφικό, υπεργενικευμένο και απόλυτο χαρακτήρα με αποτέλεσμα αυτές να παρεμποδίζουν σημαντικά την λειτουργικότητα του ατόμου σε κοινωνικούς, επαγγελματικούς ή άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής του.
Για πληροφορίες σχετικά με τις διαταραχές άγχους στα παιδιά, κλικ εδώ, στους εφήβους, κλικ εδώ και στους ενήλικες, κλικ εδώ.
Η διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου μας διαθέτει υψηλή εξειδίκευση, μακρόχρονη κλινική εμπειρία και πολύπλευρη επιστημονική κατάρτιση στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ, των Μαθησιακών Δυσκολιών και της Διαταραχής Αυτιστικού Φάσματος. Κλικ εδώ.
Εφαρμόζουμε πρωτοποριακές μεθόδους και επιστημονικά τεκμηριωμένες τεχνικές. Κλικ εδώ.
Ειδικότερα για τη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ, έχουμε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο συνδυάζει τα πιο σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα και δικές μας καινοτόμες προσεγγίσεις, διεθνώς αναγνωρισμένες. Κλικ εδώ κι εδώ.
Διαθέτουμε ειδικό τμήμα πρώιμης παρέμβασης για βρέφη και νήπια υψηλού κινδύνου εκδήλωσης ΔΕΠ-Υ και ΔΑΦ Κλικ εδώ.
Στο Κέντρο μας λειτουργούν ομαδικά προγράμματα: Κλικ εδώ.
α) παιδιών και εφήβων για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων
β) γονέων για τη βελτίωση των γονικών δεξιοτήτων.
Οι διευθυντές του Κέντρου είναι Πανεπιστημιακοί καθηγητές, ερευνητές, και συγγραφείς. Είναι οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς επιστημονικών βιβλίων για τη ΔΕΠ-Υ, οι πολυγραφότεροι (με 6 βιβλία που καλύπτουν πλήρως το θέμα της ΔΕΠ-Υ) και οι μόνοι που έχουν συγγράψει βιβλίο για τη ΔΕΠ-Υ το οποίο κυκλοφορεί διεθνώς στην αγγλική γλώσσα και αποτελεί πανεπιστημιακό σύγγραμμα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επίσης, είναι συγγραφείς του εγχειριδίου Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων,
καθώς και βιβλίων για τον Τραυλισμό και την Παραβατική Συμπεριφορά Ανηλίκων. Κλικ εδώ.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εκπαιδεύσει -και εξακολουθούν να εκπαιδεύουν- χιλιάδες επαγγελματίες και εκπαιδευτικούς στην αναγνώριση και διαχείριση της ΔΕΠ-Υ μέσα από σεμινάρια, συνέδρια, ημερίδες και εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με δεκάδες φορείς. Κλικ εδώ κι εδώ.