Μιστριώτου 4 και Μιστριώτου 8, Κ. Πατήσια
210 2282544 & 210 2282644
info@arsi.gr
Σύμφωνα με την κλινική μας εμπειρία, συχνά οι γονείς εκτιμούν ότι όταν ένα παιδί αργεί να μιλήσει ή είναι αδέξιο στη λεπτή και αδρή κινητικότητα ή είναι κοινωνικά αδέξιο ή είναι υπερβολικά ζωηρό και δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας μέχρι την ηλικία των 5-6 ετών το νωρίτερο. Συνήθως πιστεύουν ότι οι δυσκολίες αυτές οφείλονται σε ανωριμότητα και περιμένουν να υποχωρήσουν από μόνες τους καθώς το παιδί μεγαλώνει. Σε περίπτωση μάλιστα που το παιδί είναι αγόρι, αυτή η άποψη είναι πιο διαδεδομένη, καθώς επικρατεί η αντίληψη ότι «τα αγόρια γενικά ωριμάζουν αργότερα από τα κορίτσια». Οι περισσότεροι γονείς αναζητούν συνήθως τη βοήθεια του ειδικού όταν το παιδί τους ενταχθεί πια στο Δημοτικό σχολείο. Πολλοί δάσκαλοι, αλλά και ειδικοί επίσης, παροτρύνουν τους γονείς να περιμένουν και να μην βιαστούν να εντάξουν το παιδί σε κάποιο θεραπευτικό πρόγραμμα, καθώς εκτιμούν ότι η «ωρίμανση» του παιδιού μπορεί να μειώσει την έκταση των παραπάνω δυσκολιών και το παιδί να τα καταφέρει από μόνο του, χωρίς να χρειαστεί να «στιγματιστεί» από τη συμμετοχή του σε ένα ανάλογο πρόγραμμα.
Ωστόσο, αν κάτι μπορεί να «στιγματίσει» ένα παιδί, είναι οι ίδιες οι δυσκολίες του ή η αναπτυξιακή του καθυστέρηση σε κάποιον τομέα που το θέτουν σε δυσμενή θέση έναντι των συνομηλίκων του και των περιβαλλοντικών απαιτήσεων και όχι η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτών των δυσκολιών στα πλαίσια ενός εξειδικευμένου ψυχοπαιδαγωγικού προγράμματος. Επίσης, τα επιστημονικά δεδομένα συγκλίνουν υπέρ της άποψης ότι όταν η ανάπτυξη ενός παιδιού υστερεί σε έναν ή περισσότερους τομείς και αποκλίνει του αναπτυξιακά προσδοκώμενου, τότε η απόκλιση αυτή οφείλεται σε κάποιο αίτιο -πιθανώς νευρολογικής φύσης- που χρήζει διερεύνησης. Με άλλα λόγια, όταν ένα παιδί αργεί να μιλήσει ή αργεί να περπατήσει ή δυσκολεύεται εξαιρετικά να συγκεντρωθεί ή να κάνει οικονομία στις κινήσεις του ή αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στην κοινωνική αλληλεπίδραση, τότε είναι πολύ πιθανό να υπάρχει κάποια υποβόσκουσα δυσλειτουργία και να μην πρόκειται για απλή καθυστέρηση που θα αναπληρωθεί καθώς το παιδί μεγαλώνει. Αυτό που θα συμβεί καθώς το παιδί μεγαλώνει είναι η αύξηση των αρνητικών επιπτώσεων στη λειτουργικότητά του, στην περαιτέρω ανάπτυξή του αλλά και στις σχέσεις του με τους γονείς, τους δασκάλους και τους συνομηλίκους του. Το κυριότερο όμως είναι η απώλεια πολύτιμου χρόνου κατά τη διάρκεια μιας κρίσιμης αναπτυξιακής περιόδου, όπου η παρέμβαση μπορεί να επιφέρει τα μέγιστα δυνατά αποτελέσματα.
Επομένως, όσο πιο έγκαιρα εντοπιστεί το αίτιο των παραπάνω δυσκολιών και υπάρξει ειδική θεραπευτική παρέμβαση τόσο πιο σημαντικά και διαχρονικά σταθερά θα είναι τα αποτελέσματα. Η πρώιμη παρέμβαση μπορεί να λειτουργήσει ως δευτερογενής πρόληψη στην περίπτωση της ΔΕΠ-Υ και της ΔΑΦ. Η δευτερογενής πρόληψη αναφέρεται στην προσπάθεια ανακοπής της πορείας εξέλιξης μιας διαταραχής με τις πρώτες ενδείξεις της ύπαρξής της, έτσι ώστε να μειωθεί η πιθανότητα εκδήλωσής της, να επιβραδυνθεί η εξέλιξή της, να τροποποιηθεί η δυσμενής πορεία της και να ελαχιστοποιηθούν οι μελλοντικές επιπλοκές της, μέσα από διαδικασίες που διευκολύνουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου και «ομαλοποιούν», στο μέτρο του δυνατού, τη δομή και τη λειτουργία του.
Η αποτελεσματικότητα της πρώιμης παρέμβασης έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια μιας περιόδου όπου η πλαστικότητα του εγκεφάλου είναι μεγάλη. Η πλαστικότητα είναι μία εγγενής ιδιότητα του εγκεφάλου, η οποία εξασφαλίζει τη δυνατότητα δυναμικών τροποποιήσεων σε πολλαπλά επίπεδα νευρωνικής οργάνωσης, επιτρέποντας στον εγκέφαλο να επεξεργάζεται, να κωδικοποιεί και να αξιοποιεί τη νέα γνώση. Αν και αυτή η νευρωνική ανάπτυξη είναι σε μεγάλο μέρος γενετικά προγραμματισμένη, είναι πλέον αποδεκτό ότι η εμπειρία διαδραματίζει επίσης σημαντικό ρόλο, καθώς επιδρά στην τροποποίηση της έκφρασης των γονιδίων με συνεπακόλουθες μεταβολές στην ανατομία και λειτουργία του εγκεφάλου, επιτρέποντας ακόμη και την τροποποίηση ορισμένων ελλειμματικών δομών. Kατά συνέπεια, το αναπτυσσόμενο άτομο είναι πιο δεκτικό στην επίδραση της περιβαλλοντικής εμπειρίας κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
Η διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου μας διαθέτει υψηλή εξειδίκευση, μακρόχρονη κλινική εμπειρία και πολύπλευρη επιστημονική κατάρτιση στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ, των Μαθησιακών Δυσκολιών και της Διαταραχής Αυτιστικού Φάσματος. Κλικ εδώ.
Εφαρμόζουμε πρωτοποριακές μεθόδους και επιστημονικά τεκμηριωμένες τεχνικές. Κλικ εδώ.
Ειδικότερα για τη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ, έχουμε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο συνδυάζει τα πιο σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα και δικές μας καινοτόμες προσεγγίσεις, διεθνώς αναγνωρισμένες. Κλικ εδώ κι εδώ.
Διαθέτουμε ειδικό τμήμα πρώιμης παρέμβασης για βρέφη και νήπια υψηλού κινδύνου εκδήλωσης ΔΕΠ-Υ και ΔΑΦ Κλικ εδώ.
Στο Κέντρο μας λειτουργούν ομαδικά προγράμματα: Κλικ εδώ.
α) παιδιών και εφήβων για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων
β) γονέων για τη βελτίωση των γονικών δεξιοτήτων.
Οι διευθυντές του Κέντρου είναι Πανεπιστημιακοί καθηγητές, ερευνητές, και συγγραφείς. Είναι οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς επιστημονικών βιβλίων για τη ΔΕΠ-Υ, οι πολυγραφότεροι (με 6 βιβλία που καλύπτουν πλήρως το θέμα της ΔΕΠ-Υ) και οι μόνοι που έχουν συγγράψει βιβλίο για τη ΔΕΠ-Υ το οποίο κυκλοφορεί διεθνώς στην αγγλική γλώσσα και αποτελεί πανεπιστημιακό σύγγραμμα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επίσης, είναι συγγραφείς του εγχειριδίου Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων,
καθώς και βιβλίων για τον Τραυλισμό και την Παραβατική Συμπεριφορά Ανηλίκων. Κλικ εδώ.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εκπαιδεύσει -και εξακολουθούν να εκπαιδεύουν- χιλιάδες επαγγελματίες και εκπαιδευτικούς στην αναγνώριση και διαχείριση της ΔΕΠ-Υ μέσα από σεμινάρια, συνέδρια, ημερίδες και εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με δεκάδες φορείς. Κλικ εδώ κι εδώ.