Μιστριώτου 4 και Μιστριώτου 8, Κ. Πατήσια
210 2282544 & 210 2282644
info@arsi.gr
Διαταραχές 'Aγχους και Φοβίες
Τα όρια μεταξύ του άγχους ως μιας φυσιολογικής αντίδρασης του οργανισμού και ως ψυχικής διαταραχής χαρακτηρίζονται από ρευστότητα στην αναπτυξιακή πορεία ενός παιδιού. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προκαθοριστεί το σημείο που καταδεικνύει πότε το άγχος παρεκκλίνει από το φυσιολογικό και παίρνει διαστάσεις διαταραχής. Τα διακριτά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στον χαρακτηρισμό ενός φόβου ή μιας αντίδρασης ως «μη φυσιολογικής» αποτελούν πρώτιστα ο βαθμός του άγχους (η ένταση δηλαδή με την οποία βιώνει το παιδί τις ανησυχίες του και η οποία είναι δυσανάλογη προς την εκάστοτε συνθήκη), η δυσπροσαρμοστικότητα του παιδιού, η ακαταλληλότητα της ηλικίας του να βιώνει αυτούς τους φόβους, καθώς και η εμμονή του σε αυτούς. Επίσης, μια πρόσθετη μεταβλητή που πρέπει να αξιολογηθεί είναι εάν αυτές οι ανησυχίες ή οι φόβοι του παιδιού είναι πέρα από τον ακούσιο έλεγχό του και δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν ή να αποδυναμωθούν με λογική σκέψη.
Κατά τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρχε η πεποίθηση ότι τα παιδιά με άγχος θα «υπερκεράσουν» τις ανησυχίες τους χωρίς κάποιας μορφής παρέμβαση και η βεβαιότητα ότι το άγχος στην παιδική ηλικία δεν επιφέρει σοβαρές επιπτώσεις στα μεταγενέστερα στάδια της ανάπτυξης. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι η γνωσιακή – συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία είναι αποτελεσματική και αποτελεί πλέον τη θεραπεία επιλογής για την αντιμετώπιση όλου του φάσματος των ψυχικών διαταραχών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
Η διαταραχή άγχους αποχωρισμού αποτελεί την πιο συχνή διαταραχή στα παιδιά, ωστόσο αναγνωρίζεται ως ένα χαρακτηριστικό της φυσιολογικής αναπτυξιακής πορείας του παιδιού και με το πέρασμα του χρόνου τα περισσότερα παιδιά διαχειρίζονται λειτουργικά τον αποχωρισμό από τους σημαντικούς άλλους και γίνονται πιο αυτόνομα καθώς πλησιάζουν στην ηλικία των τριών ετών. Αποκτά τη φύση της διαταραχής όταν η ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού είναι ακατάλληλη και όταν τα επίπεδα άγχους κατά τον αποχωρισμό κρίνονται απρόσφορα. Ο υπερβολικός και μη ρεαλιστικός φόβος του παιδιού εκφράζεται μέσα από επίμονη ανησυχία σχετικά με τον αποχωρισμό, μέσα από συμπεριφορική και σωματική ένταση μπροστά σε καταστάσεις αποχωρισμού και μέσα από προσπάθειες του παιδιού να «δραπετεύσει» από καταστάσεις όπου θα χρειαστεί να αποχωριστεί το πρόσωπο με το οποίο έχει ασφαλή δεσμό. Το παιδί σκέφτεται ότι το πρόσωπο αυτό θα φύγει και δεν θα επιστρέψει, και ανησυχεί ότι θα πάθει κάτι κακό ή ότι το ίδιο το παιδί θα χαθεί, θα απαχθεί ή θα σκοτωθεί. Οι ανησυχίες αυτές εκφράζονται με έντονο κλάμα, θρήνο, διαμαρτυρία μπροστά στο ενδεχόμενο αναχώρησης του γονιού ή άλλου σημαντικού προσώπου και με συνεχή αναζήτηση του γονέα όταν είναι απών. Οι γαστρο – οισοφαγικές παλινδρομήσεις δεν είναι σπάνιες στα παιδιά με άγχος αποχωρισμού.
Στα πλαίσια της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής θεραπείας το παιδί μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις και να αξιολογεί αντικειμενικά την απειλή του αποχωρισμού. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η επίλυση προβλημάτων, οι τεχνικές χαλάρωσης για την ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά και την εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθούν το παιδί να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να αυτορρυθμίζεται, να αποκτήσει μία αίσθηση ελέγχου και να επικοινωνεί με τους άλλους με πιο λειτουργικό τρόπο.
Η κοινωνική φοβία είναι μια χρόνια διαταραχή με μέσο όρο έναρξης τα 8 έτη. Ορίζεται ως «ο έντονος και επίμονος φόβος ταπείνωσης ή αμηχανίας σε κοινωνικές καταστάσεις ή καταστάσεις που το παιδί πρέπει να επιτελέσει κάτι μπροστά σε κόσμο». Η κύρια ανησυχία είναι ο φόβος της αρνητικής έκθεσης («θα γίνω ρεζίλι», «όλοι θα σκεφτούν ότι είμαι χαζός»). Το κλασσικό μοτίβο αντίδρασης περιλαμβάνει συμπεριφορές που έχουν τη μορφή απόδρασης (όπως φυγή από κάποιο πάρτι) ή αποφυγής (όπως σχολική άρνηση, απροθυμία για συμμετοχή σε ομαδικές δραστηριότητες). Τα σωματικά συμπτώματα περιλαμβάνουν ταχυκαρδία, ένταση των μυών, τρόμο, εφίδρωση. Τα παιδιά με κοινωνική φοβία έχουν φτωχές σχέσεις με τους συνομήλικους, χαμηλές επιδόσεις, φτωχή λειτουργικότητα στο σχολείο, ελλιπείς κοινωνικές δεξιότητες και πολλά παιδιά παρουσιάζουν αργότερα κατάθλιψη, συχνά λόγω της απόρριψης και των ελλιπών διαπροσωπικών σχέσεων.
Στα πλαίσια της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής θεραπείας, το παιδί μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις που συνδέονται με κοινωνικές περιστάσεις. Παράλληλα, είναι σημαντική η εφαρμογή τεχνικών έκθεσης σε εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες όπου τα παιδιά τείνουν να αποφεύγουν. Ταυτόχρονα, τεχνικές όπως η επίλυση προβλημάτων, οι τεχνικές χαλάρωσης για την ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά βοηθούν το παιδί να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του και να μειώνει το άγχος στην καθημερινότητά του.
Η γενικευμένη διαταραχή άγχους έχει μέση ηλικία έναρξης γύρω στα 8 με 10 έτη και εκδηλώνεται με μια ανεξέλεγκτη ανησυχία για πληθώρα συνθηκών, γεγονότων και δραστηριοτήτων, όπως είναι η σχολική επίδοση, τα οικογενειακά και κοινωνικά θέματα και οι σχέσεις με τους συνομηλίκους. Αυτή η ανησυχία συνοδεύεται από δυσκολίες στον ύπνο και στη συγκέντρωση, καθώς και από έντονα σωματικά συμπτώματα (συνηθέστερα είναι η ένταση των μυών, η ταχυκαρδία, οι κεφαλαλγίες και το στομαχικό άλγος).
Ευρήματα από εμπειρικές μελέτες καταλήγουν ότι τα μέγιστα αποτελέσματα στη θεραπεία της γενικευμένης διαταραχής άγχους επιφέρει ο συνδυασμός γνωσιακής-συμπεριφοριστικής θεραπείας με φαρμακευτική αγωγή, όπου κρίνεται απαραίτητο. Στα πλαίσια της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής θεραπείας, το παιδί μαθαίνει να εντοπίζει και να τροποποιεί τις δυσλειτουργικές του σκέψεις γύρω από διαπροσωπικούς και φυσικούς κινδύνους. Ταυτόχρονα, οι τεχνικές χαλάρωσης για την ανακούφιση των σωματικών συμπτωμάτων και η εκπαίδευση στη διεκδικητική συμπεριφορά και την εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων βοηθούν το παιδί να διαχειρίζεται τα συναισθήματά του, να αποκτά μία αίσθηση ελέγχου στα αγχογόνα ερεθίσματα και να αυξήσει την αυτοαποτελεσματικότητά του και την αυτοπεποίηθησή του.
Η διαταραχή πανικού εμφανίζεται στη σχολική ηλικία αλλά η κορύφωσή της σημειώνεται αργότερα, συνήθως μετά τα 12 έτη. Για να τεθεί η διάγνωση της διαταραχής πανικού θα πρέπει τα επεισόδια πανικού να είναι απροειδοποίητα, επαναλαμβανόμενα και να μην σχετίζονται με κάποιο απειλητικό ερέθισμα. Χαρακτηριστικό είναι ο ξαφνικός φόβος, η δυσφορία για κάτι απρόοπτο και εκφράζεται με σωματικά συμπτώματα όπως η εφίδρωση, η ταχυκαρδία, η ναυτία, η αστάθεια, το ρίγος και η ασφυξία, τουλάχιστον τέσσερα από τα οποία θα πρέπει να εκδηλώνονται ταυτόχρονα και σταδιακά να κορυφώνονται σε ένταση σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (περίπου 10 λεπτά).
Η θεραπεία της διαταραχής πανικού χρειάζεται να αντιμετωπίζεται πρώτιστα με γνωσιακές κυρίως τεχνικές που αφορούν στη γνωσιακή αναδόμηση αναφορικά με σκέψεις γύρω από τον θάνατο, την ασθένεια και τον φόβο της επαναβίωσης μιας κρίσης πανικού. Παράλληλα, το παιδί εκπαιδεύεται στην επίλυση προβλήματος και στη διεκδικητική συμπεριφορά με στόχο να μειώνει τις αγχογόνες καταστάσεις στην καθημερινότητά του και να επικοινωνεί πιο αποτελεσματικά τις ανάγκες και στις επιθυμίες του.
Η ειδική φοβία είναι ένας έντονος και επίμονος φόβος που είναι αδικαιολόγητος και υπερβολικός και που προκαλείται από την παρουσία ή την αναμονή εμφάνισης ενός συγκεκριμένου αντικειμένου ή μιας κατάστασης. Ένα παιδί με φοβία δεν υποφέρει μόνο από καθεαυτή τη φοβία, αλλά και από τους περιορισμούς που επιβάλει η διαταραχή στην αναπτυξιακή του πορεία. Κατ επέκταση, η διαδικασία της αποφυγής του φόβου επιδρά σημαντικά στην ποιότητα ζωής του παιδιού.
Η γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία θεωρείται θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση της ειδικής φοβίας. Η τεχνική της έκθεσης στο φοβικό ερέθισμα σε συνδυασμό με την αναδόμηση των δυσλειτουργικών σκέψεων που υπάρχουν σχετικά με το εκάστοτε αντικείμενο ή την κατάσταση που προκαλεί τον έντονο φόβο, είναι απαραίτητα συστατικά της θεραπείας. Συνήθως, επιλέγεται η μέθοδος της "συστηματικής απευαισθητοποίησης", κατά την οποία το άτομο έρχεται σταδιακά σε επαφή με το φοβικό ερέθισμα, με στόχο την αποσυσχέτισή του από τον φόβο που αυτό προκαλεί. Το παιδί ορίζει μια λίστα με καταστάσεις που το φοβίζουν, βάσει αύξουσας σειράς. Έπειτα, σε συνεργασία με τον θεραπευτή του καλείται να αντιμετωπίσει μία - μία από αυτές, ξεκινώντας με εκείνη που του προκαλεί τα ηπιότερα συμπτώματα. Πιο συγκεκριμένα, προσπαθεί να κατανοήσει τι είναι αυτό που φοβάται, πώς αντιδρά το σώμα του, τι νιώθει και πώς συμπεριφέρεται προκειμένου να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται τεχνικές όπως η μίμηση προτύπου, η νοερή απεικόνιση και η κοινωνική ενίσχυση αλλά και τεχνικές χαλάρωσης προκειμένου το παιδί να μάθει να μειώνει την δυσφορία που του προκαλούν τα σωματικά συμπτώματα.
Η επιλεκτική αλαλία είναι μια σπάνια αλλά πολύπλοκη διαταραχή και χαρακτηρίζεται από την ανικανότητα του ατόμου να μιλήσει και να επικοινωνήσει αποτελεσματικά σε επιλεγμένες κοινωνικές καταστάσεις , όπως για παράδειγμα στο σχολείο, ενώ ηλικιακά έχει αναπτυχθεί φυσιολογικά η ομιλία. Η έναρξη της επιλεκτικής αλαλίας είναι συνήθως πριν από την ηλικία των 5 ετών, ωστόσο το πρόβλημα μπορεί να μην γίνει αντιληπτό μέχρι την έναρξη του σχολείου, όπου αυξάνονται οι απαιτήσεις κοινωνικής αλληλεπίδρασης και απόδοσης.
Στα πλαίσια της γνωσιακής – συμπεριφοριστικής ψυχοθεραπείας, το παιδί λαμβάνει βοήθεια προκειμένου να κατανοήσει την αλαλία και να αναγνωρίσει το άγχος που βιώνει γύρω από την ομιλία και τις προσδοκίες που έχουν οι γύρω από αυτό. Οι τεχνικές θετικής ενίσχυσης και απευαισθητοποίησης αποτελούν τους πρωταρχικούς θεραπευτικούς στόχους για την εκλεκτική αλαλία, όπως επίσης και η απόσυρση κάθε πίεσης για ομιλία. Η ένταξη των παιδιών σε κοινωνικά περιβάλλοντα με χαμηλές απαιτήσεις λεκτικής αλληλεπίδρασης αποτελεί ένα εξαιρετικό βήμα το οποίο θα συμβάλλει στο να αισθανθεί το παιδί περισσότερο άνετα, ώστε να μειωθεί η προσδοκία ομιλίας. Παράλληλα είναι σημαντικό το παιδί να αναγνωρίσει και να αναδομήσει τις γνωσιακές διαστρεβλώσεις γύρω από την ομιλία του με στόχο να μειωθεί το άγχος και η ανησυχία, και να ενισχυθεί η αυτοπεποίθησή του σε κοινωνικά πλαίσια με διακριτική ενθάρρυνση.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις βασικές διαταραχές άγχους, κλικ εδώ.
Εάν θέλετε να διαβάσετε ένα άρθρο σχετικά με τη διάκριση του φυσιολογικού φόβου και της παθολογικής φοβίας στα μικρά παιδιά, κλικ εδώ.
Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής
Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή
Η θεραπεία συμπεριφοράς στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στηρίζεται στο μοντέλο δύο φάσεων όπου περιλαμβάνει τη σταδιακή έκθεση στο φοβικό ερέθισμα και την παρεμπόδιση αντίδρασης. Το μοντέλο δηλαδή στηρίζεται στην υπόθεση ότι το άγχος μειώνεται μέσω της εξοικείωσης με το φοβικό ερέθισμα (ιδεοληψία) η οποία επιτυγχάνεται με (α) την έκθεση στο φοβικό ερέθισμα και (β) την παρεμπόδιση του καταναγκασμού που βοηθά στη γνωστική και κατά συνέπεια τη συναισθηματική αλλαγή. Το παιδί μαθαίνει ότι δεν είναι οι ιδεοληψίες αυτές καθαυτές που προκαλούν το άγχος αλλά η σημασία/ ερμηνεία που τους αποδίδει. Χαρακτηριστικές επίσης είναι οι δυσλειτουργικές πεποιθήσεις γύρω από τα θέματα υπευθυνότητας και εκτίμησης κινδύνου, όπως για παράδειγμα το μερίδιο ευθύνης που αντιλαμβάνεται ότι έχει το παιδί για την πραγματοποίηση του περιεχομένου της ιδεοληψίας.
Ιδιαίτερη θέση στη θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής έχει η ψυχοεκπαίδευση ώστε να κατανοήσει το παιδί τη φύση της διαταραχής και τους μηχανισμούς που τη συντηρούν. Η ψυχοεκπαίδευση γίνεται με τρόπο κατανοητό και προσαρμοσμένο στο αναπτυξιακό στάδιο του κάθε παιδιού. Στην ψυχοεκπαίδευση των μικών παιδιών γίνεται χρήση και του λογισμικού ο 'Aρης και η Αράχνη (για πληροφορίες, κλικ εδώ), για το οποίο τρεις θεραπευτές του Κέντρου μας έχουν εκπαίδευση και πιστοποίηση στην χρήση του.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται εκπαίδευση και εξάσκηση σε γνωσιακές τεχνικές ενώ στο τρίτο βήμα γίνεται η «χαρτογράφηση» της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, δηλαδή ο εντοπισμός, η καταγραφή και η ιεράρχηση όλων των ιδεοληψιών χρησιμοποιώντας το «θερμόμετρο του φόβου», με βάση το βαθμό του άγχους που προκαλεί στο παιδί η έκθεσή του σε καθεμία από αυτές, χωρίς να προβεί στην εκτέλεση καταναγκασμών.
Στο επόμενο στάδιο της θεραπείας περιλαμβάνεται η σταδιακή έκθεση του παιδιού στις ιδεοληψίες με παράλληλη παρεμπόδιση εκτέλεσης των καταναγκασμών και στις τελευταίες συνεδρίες γίνεται πάντα η πρόληψη υποτροπής.
Σημαντική είναι η εμπλοκή και των γονέων στη θεραπεία, η οποία σταδιακά αυξάνεται. Αρχικά, ο ρόλος τους είναι να αγνοούν τους καταναγκασμούς και να εστιάζουν σε θετικές πλευρές του παιδιού άσχετες με τη διαταραχή, επιβραβεύοντάς το κάθε φορά που επιτυγχάνει κάποιο στόχο στη θεραπεία. Σταδιακά, εντοπίζονται οι καταναγκασμοί στους οποίους οι γονείς ή άλλα μέλη της οικογένειας συμμετέχουν και σε συμφωνία με το παιδί αποφασίζεται σε ποιους από αυτούς τους καταναγκασμούς ο γονέας θα σταματήσει να συμμετέχει σταδιακά και με βάση το βαθμό δυσκολίας που το παιδί έχει ορίσει με το θερμόμετρο του φόβου. Ο γονιός δηλαδή παίρνει το ρόλο συν-θεραπευτή.
'Aλλες τεχνικές που έρχονται να συμπληρώσουν τη θεραπεία είναι τα ημερολόγια αυτοπαρατήρησης, οι τεχνικές χαλάρωσης, οι θετικές δηλώσεις στον εαυτό, οι τεχνικές απόσπασης προσοχής, ο εντοπισμός δυσλειτουργικών γνωσιών και παγίδων, η γνωσιακή αναδόμηση, τα συμπεριφορικά πειράματα κ.ά.
Διαταραχές Ύπνου
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την ψυχοθεραπεία, κλικ εδώ.
Η διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου μας διαθέτει υψηλή εξειδίκευση, μακρόχρονη κλινική εμπειρία και πολύπλευρη επιστημονική κατάρτιση στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ, των Μαθησιακών Δυσκολιών και της Διαταραχής Αυτιστικού Φάσματος. Κλικ εδώ.
Εφαρμόζουμε πρωτοποριακές μεθόδους και επιστημονικά τεκμηριωμένες τεχνικές. Κλικ εδώ.
Ειδικότερα για τη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ, έχουμε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο συνδυάζει τα πιο σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα και δικές μας καινοτόμες προσεγγίσεις, διεθνώς αναγνωρισμένες. Κλικ εδώ κι εδώ.
Διαθέτουμε ειδικό τμήμα πρώιμης παρέμβασης για βρέφη και νήπια υψηλού κινδύνου εκδήλωσης ΔΕΠ-Υ και ΔΑΦ Κλικ εδώ.
Στο Κέντρο μας λειτουργούν ομαδικά προγράμματα: Κλικ εδώ.
α) παιδιών και εφήβων για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων
β) γονέων για τη βελτίωση των γονικών δεξιοτήτων.
Οι διευθυντές του Κέντρου είναι Πανεπιστημιακοί καθηγητές, ερευνητές, και συγγραφείς. Είναι οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς επιστημονικών βιβλίων για τη ΔΕΠ-Υ, οι πολυγραφότεροι (με 6 βιβλία που καλύπτουν πλήρως το θέμα της ΔΕΠ-Υ) και οι μόνοι που έχουν συγγράψει βιβλίο για τη ΔΕΠ-Υ το οποίο κυκλοφορεί διεθνώς στην αγγλική γλώσσα και αποτελεί πανεπιστημιακό σύγγραμμα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επίσης, είναι συγγραφείς του εγχειριδίου Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων,
καθώς και βιβλίων για τον Τραυλισμό και την Παραβατική Συμπεριφορά Ανηλίκων. Κλικ εδώ.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εκπαιδεύσει -και εξακολουθούν να εκπαιδεύουν- χιλιάδες επαγγελματίες και εκπαιδευτικούς στην αναγνώριση και διαχείριση της ΔΕΠ-Υ μέσα από σεμινάρια, συνέδρια, ημερίδες και εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με δεκάδες φορείς. Κλικ εδώ κι εδώ.