Μιστριώτου 4 και Μιστριώτου 8, Κ. Πατήσια
210 2282544 & 210 2282644
info@arsi.gr
Διαταραχές άγχους
Η αντίδραση στο άγχος είναι μία φυσιολογική ζωτική αντίδραση του ανθρώπου στην απειλή. Πρόκειται δηλαδή για έναν προστατευτικό μηχανισμό του ανθρώπινου οργανισμού απέναντι στους κινδύνους. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα ερέθισμα που αντιλαμβανόμαστε ως κίνδυνο, το σώμα μας παράγει αδρεναλίνη, μία ορμόνη που μας προετοιμάζει να ανταποκριθούμε σε επικίνδυνες καταστάσεις. Τότε εμφανίζεται μία σειρά σωματικών φυσιολογικών συμπτωμάτων: η αναπνοή μας αυξάνεται για να παράγει περισσότερο οξυγόνο, η καρδιά μας χτυπά γρηγορότερα για να στείλει αίμα, πλούσιο σε οξυγόνο, σε σημαντικούς μύες, οι ιδρωτοποιοί αδένες ενεργοποιούνται για να δροσίσουν το σώμα κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας και το αίμα διοχετεύεται σε μυς όπου είναι πιο απαραίτητο, κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε δυσφορία ή χλόμιασμα.
Οι κλασικές αντιδράσεις είναι η «πάλη» (αντιμετώπιση του φόβου) ή η «φυγή» (απόδραση ή αποφυγή του φόβου). Το «πάγωμα» (σωματική ή διανοητική ακινησία) είναι μία ακόμα πιθανή αντίδραση. Η αντίδρασή μας πραγματοποιείται σε συναισθηματικό, γνωσιακό, φυσιολογικό και συμπεριφορικό επίπεδο. Ουσιαστικά, το άγχος προετοιμάζει το μυαλό και το σώμα για την αντιμετώπιση του κινδύνου: το μυαλό εστιάζεται σε άσχημα πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν και το σώμα προετοιμάζεται για δράση. Επομένως, η αντίδραση του άγχους αποτελεί μία φυσιολογική και κατά μεγάλο μέρος μη συνειδητή διαδικασία που συμβαίνει τακτικά σε όλους μας.
Το άγχος αποτελεί πρόβλημα μόνο όταν η φυσιολογική αντίδραση γίνεται υπερβολική ή εμφανίζεται κατά την απουσία ενός πραγματικού κινδύνου. Όταν οι φόβοι είναι μεγεθυμένοι και οι κίνδυνοι υπερεκτιμημένοι με τρόπο όπου τα άτομα αισθάνονται ότι εξαναγκάζονται να λάβουν μέτρα για να ανακουφίσουν το φόβο τους, αναπτύσσονται διαταραχές άγχους. Τυπικά, η αντιμετώπιση του άγχους είναι μία γραμμική διαδικασία. Ένα εκλυτικό γεγονός εκλαμβάνεται ως απειλή, ενεργοποιείται ο μηχανισμός του άγχους και, μέσω μίας «επιτυχημένης» αντίδρασης αντιμετώπισης, επέρχεται η λύση του άγχους. Ωστόσο, οι αγχώδεις διαταραχές αναπαριστώνται από μία κυκλική διαδικασία κατά την οποία οι γνωσιακές και συμπεριφορικές αντιδράσεις εξυπηρετούν τη διατήρηση και επιδείνωση του άγχους. Ο τελικός κύκλος φόβου είναι πιθανότατα «ο φόβος του φόβου», όπου η ίδια η εμπειρία του άγχους γίνεται αποστροφική και επομένως αποφεύγεται μέχρις ότου ο αρχικός εκλυτικός παράγοντας του άγχους να απομακρυνθεί.
Σύμφωνα με τον φαύλο κύκλο του άγχους, ένα εκλυτικό γεγονός επιδρά στον φόβο, το άτομο διατηρώντας κάποιες διαστρεβλωμένες πεποιθήσεις σχετικά με την επικινδυνότητα συγκεκριμένων εμπειριών αντιδρά με έναν αυτοπροστατευτικό τρόπο (συνήθως μια μορφή αποφυγής), ο φόβος δεν αμφισβητείται και παραμένει άθικτος, έτοιμος να πυροδοτηθεί ξανά στο μέλλον. Για μια αναλυτική περιγραφή των βασικών διαταραχών άγχους, κλικ εδώ.
Αρχικά, στα πλαίσια της θεραπείας, πραγματοποιείται μία λεπτομερής αξιολόγηση. Η θεραπεία των διαταραχών άγχους στοχεύει στο να σπάσει τους φαύλους κύκλους που δημιουργούνται και διατηρούν το πρόβλημα, προκαλώντας, μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών και τεχνικών, τους φόβους τους.
Ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή
Το μοντέλο παρέμβασης για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή στους ενήλικες περιλαμβάνει κάποια βασικά στοιχεία. Η εισαγωγή στη θεραπεία, μέσω ψυχοεκπαίδευσης σχετικά με τη φύση της διαταραχής αλλά και εξοικείωσης του θεραπευόμενου με τη συλλογιστική του γνωσιο-συμπεριφοριστικού μοντέλου είναι το πρώτο από αυτά. Στα πρώτα στάδια της θεραπείας δίνεται έμφαση στη θεραπευτική σχέση ώστε ο θεραπευόμενος να αισθανθεί ασφαλής και να μοιραστεί το σύνολο των ιδεοληψιών και καταναγκασμών του. Μεγάλο μέρος επίσης των πρώτων συνεδριών καταλαμβάνει η προσεκτική αξιολόγηση και «χαρτογράφηση» της διαταραχής. Μέσω τεχνικών αυτοπαρατήρησης, συγκεντρώνονται όλες οι ιδεοληψίες και καταναγκασμοί του ατόμου και ιεραρχούνται ανάλογα με την ένταση του άγχους που προκαλούν στον θεραπευόμενο. Επίσης, καταγράφονται και οι αποφυγές του.
Η παραπάνω διαδικασία πραγματοποιείται συνεργατικά με τον θεραπευόμενο και καθορίζονται οι στόχοι της αλλαγής. Όταν υπάρχουν φανεροί καταναγκασµοί, οι συµπεριφοριστικές τεχνικές είναι πιο αποτελεσµατικές με πιο σημαντικές την έκθεση και παρεμπόδιση αντίδρασης. Κατά την έκθεση, ο θεραπευόμενος εκτίθεται στα ερεθίσµατα όπου µέσα από την αυτοπαρατήρηση έχει βρεθεί πως του προκαλούν άγχος και εκλύουν την παρόρµηση προς καταναγκασµό. Μετά, ο θεραπευτής, τον καθοδηγεί να παρεµποδίσει την πραγματοποίηση της καταναγκαστικής συµπεριφοράς (παρεµπόδιση αντίδρασης). Όταν ο θεραπευόμενος παρεµποδίζεται να πραγµατοποιήσει τους καταναγκασµούς επαναλαµβανόµενα, µειώνεται σταδιακά η παρόρµησή του για τους καταναγκασµούς. Στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό να εκτεθεί ο θεραπευόμενος στα ερεθίσµατα που του προκαλούν άγχος, εφαρµόζουµε την ίδια τεχνική της έκθεσης και παρεμπόδισης στη φαντασία.
'Aλλες χρήσιμες τεχνικές που ακολουθούνται στη θεραπεία της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής είναι η µυϊκή χαλάρωση, ο χειρισμός επακόλουθων, η τεχνική της παράδοξης επιδίωξης, το σταμάτημα της σκέψης και η αντικατάστασή της με πιο ρεαλιστικές για τον θεραπευόμενο σκέψεις και η ενίσχυσή του από τον θεραπευτή για κάθε επιτυχή παρεµπόδιση καταναγκασµού. Σημαντικές είναι και οι γνωσιακές τεχνικές που στόχο έχουν να βοηθήσουν τον θεραπευόμενο να μειώσει την ανησυχία του για τις σκέψεις που κάνει, βοηθώντας τον να κάνει διαφορετικές ερμηνείες των συνεπειών των σκέψεών του. Η ενηµέρωση γύρω από τις φυσιολογικές παρείσακτες σκέψεις, η εύρεση των διεργασιακών λαθών στη σκέψη, η τροποποίηση των παράλογων αντιλήψεων και της υπερβολικής αίσθησης ευθύνης σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα είναι ο κύριος στόχος της γνωσιακής παρέµβασης για τις ιδεοληψίες. Η γνωσιακή πρόβα, οι τεχνικές TIC-TOC και η γνωσιακή ασυµφωνία είναι επίσης πολύ βοηθητικές γνωσιακές τεχνικές.
Πολλές φορές, μετά την αντιμετώπιση των ιδεοληψιών και καταναγκασμών του θεραπευόμενου, περνάμε σε εκπαίδευση σε κάποιους τομείς δεξιοτήτων, όπως η διεκδικητική συμπεριφορά, οι κοινωνικές δεξιότητες και δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων, στους οποίους έχει παρατηρηθεί ότι οι πάσχοντες από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή συχνά εμφανίζουν ελλείμματα.
Τελευταία αλλά όχι λιγότερο σημαντική φάση της θεραπείας είναι η πρόληψη της υποτροπής. Κάποιες φορές η υποτροπή αναπλαισιώνεται θετικά ως μία ευκαιρία εφαρμογής των τεχνικών που έμαθε ο θεραπευόμενος. Η θεραπεία τερματίζεται με την τελική κλινική, συμπεριφορική και γνωσιακή αξιολόγηση και σύγκρισή της με την αρχική εικόνα του θεραπευόμενου κατά την έναρξη της θεραπείας.
Κατάθλιψη
Η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία είναι η πλέον αποτελεσματική για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης. Βασικές της αρχές αποτελούν τα εξής:
- εστιάζεται στα τρέχοντα προβλήματα του θεραπευόμενου
- είναι στοχοκατευθυνόμενη
- στηρίζεται στην ενεργό συνεργασία μεταξύ θεραπευτή – θεραπευόμενου
- είναι βραχυπρόθεση και όχι μακροχρόνια
- χρησιμοποιεί ένα ευρύ φάσμα γνωσιακών και συμπεριφοριστικών τεχνικών για την τροποποίηση της σκέψης, των πεποιθήσεων και της συμπεριφοράς του θεραπευόμενου.
Η θεραπεία για την κατάθλιψη εμπεριέχει συνήθως κάποια βασικά στοιχεία τα οποία εξατομικεύονται στις δεδομένες ανάγκες κάθε θεραπευόμενου και είναι σύντομη και περιγεγραμμένη. Στις αρχικές φάσεις, στόχος είναι η άμεση δραστηριοποίηση και ανακούφιση του ασθενούς και ο τελικός στόχος είναι η επάνοδός του στο προνοσηρό επίπεδο λειτουργικότητάς του. Συγκεκριμένα, οι στόχοι είναι να βοηθήσουμε τον θεραπευόμενο είναι οι εξής:
Μετά τη διερεύνηση των προβλημάτων που αναφέρει ο θεραπευόμενος, διατυπώνουμε με σαφήνεια και πολύ συγκεκριμένα,μία λίστα με αυτά που χρειάζονται τροποποίηση όπως π.χ. ανεπαρκής ύπνος, έλλειψη ευχάριστων δραστηριοτήτων, διαπροσωπικές δυσκολίες, κλπ. Στη συνέχεια, εισάγουμε τον θεραπευόμενο στο γνωσιακό-συμπεριφοριστικό μοντέλο, δίνοντάς του μία επεξήγηση των δυσκολιών του και, μέσω ψυχοεκπαίδευσης, τον βοηθάμε να κατανοήσει τη φύση και τα χαρακτηριστικά της κατάθλιψης. Στο κυρίως μέρος της θεραπείας, δουλεύουμε τη μείωση των συμπτωμάτων μέσω συγκεκριμένων συμπεριφοριστικών και γνωσιακών τεχνικών. Κάποιες βασικές συμπεριφοριστικές τεχνικές στην κατάθλιψη είναι οι εξής:
Μεταξύ των βασικών γνωσιακών τεχνικών είναι οι γνωσιακές στρατηγικές για τη μείωση της επίδρασης των αυτόματων αρνητικών σκέψεων στη διάθεση, οι στρατηγικές για την αναγνώριση και άμεση πρόκληση και αυτών των σκέψεων και αντικατάστασή τους με εναλλακτικές πιο ρεαλιστικές και λειτουργικές, κ.la. Φτάνοντας προς το τέλος της θεραπείας, βοηθάμε τον θεραπευόμενο να αναγνωρίσει και να τροποποιήσει δυσλειτουργικές υποθέσεις και/ή πυρηνικές πεποιθήσεις, προετοιμάζοντάς τον για την αυτόνομη διαχείριση μελλοντικών δυσκολιών με σκοπό την πρόληψη υποτροπής.
Διαταραχές διατροφής
Η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία είναι η περισσότερο μελετημένη μορφή θεραπείας των διαταραχών διατροφής και αποτελεί μία ψυχοθεραπευτική παρέμβαση με ικανοποιητικά ευρήματα ως προς την αποτελεσματικότητά της, ιδιαίτερα στη θεραπεία της ψυχογενούς βουλιμίας και της διαταραχής επεισοδιακής υπερφαγίας. Εστιάζεται τόσο στις συμπεριφορικές αντιδράσεις όσο και στην αιτιογένεση των διαταραχών αυτών, καθώς και στους μηχανισμούς που τις διατηρούν. Πάντα υπάρχει ένας γνωσιακός-συμπεριφοριστικός φαύλος κύκλος διατήρησης (π.χ. ο κύκλος της ασιτίας, ο κύκλος της υπερβολικής αντιστάθμισης του φαγητού και ο κύκλος της υπερφαγίας) και ουσιαστικά η θεραπεία περιλαμβάνει τη διακοπή αυτών των κύκλων διατήρησης του προβλήματος.
Οι στόχοι της θεραπείας είναι συγκεκριμένοι και επικεντρωμένοι στο «εδώ και τώρα». Ο θεραπευόμενος ενθαρρύνεται να ανιχνεύει και να ονοματίζει τα συναισθήματά του, να προσδιορίζει το πώς σκέφτεται και να χρησιμοποιεί εναλλακτικούς τρόπους κατανόησης των σκέψεων, των συναισθημάτων και των συμπεριφορών του. Σύμφωνα με το εκτεταμένο μοντέλο θεραπείας, η θεραπευτική παρέμβαση πραγματοποιείται σε 4 στάδια.
Παρόλα αυτά, η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία γενικά βασίζεται στην προσέγγιση της διατύπωσης περίπτωσης, η οποία περιλαμβάνει πέντε στάδια:
Η φάση της αξιολόγησης περιλαμβάνει αρχικά τη γνωσιακή-συμπεριφοριστική αξιολόγηση, την αξιολόγηση της εικόνας σώματος καθώς και την αξιολόγηση του βάρους. Η γνωσιακή-συμπεριφοριστική αξιολόγηση αφορά στη διερεύνηση των ερεθισμάτων στα οποία συμβαίνει η προβληματική συμπεριφορά, στο πώς νιώθει και τι σκέφτεται ο θεραπευόμενος πριν και μετά την εμφάνιση της δυσλειτουργικής διατροφικής συμπεριφοράς και στο ποιες είναι οι αντιδράσεις του περιβάλλοντος σε αυτή τη συμπεριφορά. Έτσι, εντοπίζονται οι παράγοντες που συνέβαλαν στην εμφάνιση της δυσλειτουργικής διατροφικής συμπεριφοράς αλλά και στη διατήρησή της στο παρόν. Επίσης, εντοπίζονται τυχόν δευτερογενή οφέλη που ενδεχομένως έχει ο θεραπευόμενος από τη συνέχιση της δυσλειτουργικής συμπεριφοράς του και τα οποία μπορεί να δράσουν ανασταλτικά στην επιτυχή έκβαση της θεραπείας. Προκειμένου να γίνει η αξιολόγηση της διαταραγμένης διατροφικής συμπεριφοράς, εφαρμόζεται το μοντέλο της αυτοδιαχείρισης, κεντρικό θέμα του οποίου είναι η αυτορρύθμιση.
Η αυτορρύθμιση περιλαμβάνει τρία στάδια τα οποία είναι μεταξύ τους αλληλένδετα: την αυτοπαρατήρηση, την αυτοαξιολόγηση και τον αυτοέλεγχο. Στο πρώτο στάδιο δίνεται έμφαση στην παρατήρηση και παρακολούθηση της δυσλειτουργικής συμπεριφοράς αυτής καθεαυτής που οδηγεί σε έναν στόχο. Στην περίπτωση των διαταραχών διατροφής, η δυσλειτουργική συμπεριφορά είναι η διαταραγμένη διατροφική συμπεριφορά και η καθαρτική συμπεριφορά. Η αυτοπαρατήρηση μπορεί να περιλαμβάνει επίσης παρατήρηση των συνεπειών της συμπεριφοράς. Έχει διαπιστωθεί ότι η διαδικασία της αυτοπαρατήρησης είναι από μόνη της θεραπευτική.
Η εγκατάσταση σταθερής θεραπευτικής σχέσης είναι πολύ σημαντική στις διαταραχές πρόσληψης τροφής γενικά. Η θεραπευτική παρέμβαση δεν εστιάζεται μόνο στη δυσλειτουργική διατροφική συμπεριφορά αλλά και σε άλλα θέματα που απασχολούν τον θεραπευόμενο όπως οι διαπροσωπικές του σχέσεις, η συναισθηματική ρύθμιση και έκφραση, η μειωμένη του αυτοεκτίμηση κ.ά.
Αναπόσπαστο κομμάτι της θεραπείας όλων των διατροφικών διαταραχών αποτελεί και η ψυχοεκπαίδευση η οποία προσαρμόζεται ανάλογα με τη δυσλειτουργική διατροφική συμπεριφορά του ατόμου. Η ψυχοεκπαίδευση περιλαμβάνει πληροφορίες για τη ρύθμιση του σώματος και ενημέρωση σχετικά με τις επιπτώσεις της παθολογικής διατροφικής συμπεριφοράς, της αντιρροπιστικής συμπεριφοράς (στην περίπτωση της ψυχογενούς βουλιμίας), της δίαιτας και της υπερφαγίας.
Η διαχείριση της υποτροπής είναι ιδιαίτερα σημαντική στο να βοηθήσουμε τον θεραπευόμενο να διαχειρίζεται τις ισχυρές ορμές και τον απόλυτο τρόπο σκέψης που μπορεί να τον θέσει σε κίνδυνο υπερφαγίας.
Διαταραχές ύπνου
Οι διαταραχές ύπνου μπορεί να περιλαμβάνουν την καθυστερημένη έλευση του ύπνου, τη δυσκολία παραμονής στον ύπνο με πολλαπλές αφυπνίσεις κατά τη διάρκειά του, και την πρώιμη αφύπνιση. Συχνά αποτελεί ένα δευτερογενές πρόβλημα σε ένα εύρος φυσιολογικών και ψυχιατρικών καταστάσεων (άλλη ψυχιατρική ή σωματική κατάσταση ή μία διαταραχή ύπνου που δεν κατηγοριοποιείται ως αϋπνία, π.χ. άπνοια κατά τον ύπνο κλπ.), οπότε και ο θεραπευτής κρίνει πώς θα δομήσει τη θεραπεία και σε ποιο χρονικό σημείο θα επικεντρωθεί στη διαχείριση των προβλημάτων του ύπνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις το πρόβλημα του ύπνου μπορεί να μην ανταποκρίνεται σε ψυχολογικές παρεμβάσεις και είναι απαραίτητο να εστιάσουμε αρχικά στη θεραπεία της πρωτογενούς διαταραχής.
Όσον αφορά στις θεραπευτικές προσεγγίσεις για τις διαταραχές του ύπνου, έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στις γνωσιακές προσεγγίσεις καθώς και σε ψυχοφυσιολογικά και συμπεριφορικά στοιχεία. Οι διαδικασίες που συνήθως εμπλέκονται στον ανεπαρκή ύπνο είναι οι μη βοηθητικές σκέψεις και πεποιθήσεις στο κρεβάτι ή κατά τη διάρκεια της ημέρας, η αυξημένη πνευματική και πιθανώς σωματική διέγερση, η ανεπαρκής υγιεινή του ύπνου, κ.ά.
Οι παρεμβάσεις για τα προβλήματα του ύπνου σχεδιάζονται στη βάση μιας λεπτομερούς αξιολόγησης και διαμόρφωσης, λαμβάνοντας υπόψη τους κύκλους διατήρησης του προβλήματος. Για τον σκοπό αυτό, επιστρατεύεται η αυτοπαρατήρηση μέσω τήρησης σχετικού ημερολογίου του θεραπευόμενου, σχεδιασμένου εξατομικευμένα και βασισμένου στη φύση του προβλήματός του, στο οποίο καταγράφει τις συνήθειες του ύπνου του και τις σκέψεις του σχετικά με αυτές. Μέσα από αυτά τα ημερολόγια προκύπτουν κοινά μοτίβα που ακολουθεί το άτομο και αφορούν τις συνήθειες του ύπνου του, τη συχνότητα και ένταση εμφάνισης του προβλήματος, τις αιτίες που το προκαλούν κλπ.
Οι πιο συνηθισμένες παρεμβάσεις περιλαμβάνουν την επαναξιολόγηση των μη βοηθητικών ή διαστρεβλωμένων σκέψεων και πεποιθήσεων του ατόμου, αντιμετωπιζόμενες μέσω λεκτικής πρόκλησης και συμπεριφορικών πειραμάτων, τη μείωση των συμπεριφορών ασφαλείας, τον αυξημένο έλεγχο ερεθισμάτων και τον έλεγχο χρόνου, τη μείωση της διανοητικής και της σωματικής διέγερσης, την τήρηση μίας υγιεινής ύπνου, κ.ά. Σημαντική είναι και η ψυχοεκπαίδευση για τη σημαντικότητα του ύπνου και της τήρησης μίας σταθερής, όσο γίνεται, ρουτίνας ύπνου. Ταυτόχρονα διερευνώνται οι σκέψεις του ατόμου σχετικά με τον εαυτό του και το πρόβλημά του και, σταδιακά, όσες εξ αυτών κρίνονται ως μη βοηθητικές και μη ρεαλιστικές αναδομούνται και αντικαθίστανται από εναλλακτικές και πιο λειτουργικές. Αφού εντοπιστούν λανθασμένα μοτίβα σε σχέση με τις συνήθειες του ύπνου, ξεκινά μία προσπάθεια σταδιακής αλλαγής τους, πάντα σε συμφωνία με τον θεραπευόμενο και σεβόμενοι τον δικό του προσωπικό ρυθμό αλλαγής. Σημαντικές στη θεραπεία του ύπνου είναι και οι συμπεριφορικές τεχνικές όπως, ο προγραμματισμός ευχάριστων και χαλαρωτικών δραστηριοτήτων, συμπεριφορικά πειράματα, κ.ά. αλλά και σωματικές τεχνικές, όπως τεχνικές χαλάρωσης (προοδευτική μυϊκή χαλάρωση, χρήση της χαλαρωτικής νοερής εικόνας κ.α.) οι οποίες αποτελούν ένα χρήσιμο μέρος ενός προγράμματος για τη βελτίωση της υγιεινής του ύπνου – ειδικότερα εάν ο θεραπευόμενος έχει συνηθίσει να είναι δραστήριος μέχρι την ώρα του ύπνου – ελεγχόμενη αναπνοή, σωματική άσκηση και άλλες εξειδικευμένες τεχνικές για τη διαχείριση των προβλημάτων ύπνου.
Η διεπιστημονική ομάδα του Κέντρου μας διαθέτει υψηλή εξειδίκευση, μακρόχρονη κλινική εμπειρία και πολύπλευρη επιστημονική κατάρτιση στη διάγνωση και θεραπευτική αντιμετώπιση της ΔΕΠ-Υ, των Μαθησιακών Δυσκολιών και της Διαταραχής Αυτιστικού Φάσματος. Κλικ εδώ.
Εφαρμόζουμε πρωτοποριακές μεθόδους και επιστημονικά τεκμηριωμένες τεχνικές. Κλικ εδώ.
Ειδικότερα για τη ΔΕΠ-Υ και τη ΔΑΦ, έχουμε αναπτύξει ένα ολοκληρωμένο και πολυεπίπεδο πρόγραμμα θεραπευτικής παρέμβασης, το οποίο συνδυάζει τα πιο σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα και δικές μας καινοτόμες προσεγγίσεις, διεθνώς αναγνωρισμένες. Κλικ εδώ κι εδώ.
Διαθέτουμε ειδικό τμήμα πρώιμης παρέμβασης για βρέφη και νήπια υψηλού κινδύνου εκδήλωσης ΔΕΠ-Υ και ΔΑΦ Κλικ εδώ.
Στο Κέντρο μας λειτουργούν ομαδικά προγράμματα: Κλικ εδώ.
α) παιδιών και εφήβων για την ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων
β) γονέων για τη βελτίωση των γονικών δεξιοτήτων.
Οι διευθυντές του Κέντρου είναι Πανεπιστημιακοί καθηγητές, ερευνητές, και συγγραφείς. Είναι οι πρώτοι Έλληνες συγγραφείς επιστημονικών βιβλίων για τη ΔΕΠ-Υ, οι πολυγραφότεροι (με 6 βιβλία που καλύπτουν πλήρως το θέμα της ΔΕΠ-Υ) και οι μόνοι που έχουν συγγράψει βιβλίο για τη ΔΕΠ-Υ το οποίο κυκλοφορεί διεθνώς στην αγγλική γλώσσα και αποτελεί πανεπιστημιακό σύγγραμμα σε ολόκληρο τον κόσμο.
Επίσης, είναι συγγραφείς του εγχειριδίου Ψυχοπαθολογία Παιδιών και Εφήβων,
καθώς και βιβλίων για τον Τραυλισμό και την Παραβατική Συμπεριφορά Ανηλίκων. Κλικ εδώ.
Τα τελευταία 30 χρόνια έχουν εκπαιδεύσει -και εξακολουθούν να εκπαιδεύουν- χιλιάδες επαγγελματίες και εκπαιδευτικούς στην αναγνώριση και διαχείριση της ΔΕΠ-Υ μέσα από σεμινάρια, συνέδρια, ημερίδες και εκπαιδευτικά προγράμματα σε συνεργασία με δεκάδες φορείς. Κλικ εδώ κι εδώ.